Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Δήθεν σχέσεις



Σε μια κοινωνία που το πιο σημαντικό είναι τι θα ποστάρεις στο Facebook και τι θα δείξεις στους άλλους, οι σχέσεις έχουν λάβει μια διαφορετική μορφή. Ξέχνα τι νιώθεις και τι πραγματικά θέλεις και φτιάξε το παραμύθι που θα πουλήσεις. Πώς θα μιλήσεις, πώς θα απαντήσεις, πώς θα πλασάρεις τον εαυτό σου, πώς θα κάνεις τον άλλο να σε κυνηγήσει… Αυτά είναι τα πιο σημαντικά… αυτά είναι τα ουσιώδη… και μετά απλά παραπονιέσαι… πόσο επιφανειακές έχουν γίνει οι σχέσεις και πόσο ανούσια είναι η συναισθηματική επένδυση. 

Δεν μπορεί να υπάρξει σχέση αν το βασικό που προβάλεις είναι η εικόνα του εαυτού σου και ο εγωισμός σου. Δεν μπορεί να υπάρξει ειλικρινή επικοινωνία αν φιλτράρεις διαρκώς αυτά που λες και τα συναισθήματα που νιώθεις. Σκέψου λίγο πως συμπεριφέρεσαι και τι σκέφτεσαι… «και πώς θα φανεί αν πω αυτό; Και τι θα γίνει αν δει πως πραγματικά είμαι; Και τι θα σκεφτεί για μένα;» Και… τα ερωτήματα πολιορκούν το μυαλό σου…


Και είναι τόσο κουραστικά όλα αυτά, καθώς στην πραγματικότητα χάνεις την ουσία που έχει μια σχέση: να μοιραστείς, να νοιαστείς, να εκφράσεις όσα νιώθεις, να δείξεις πτυχές του εαυτού σου και να γνωρίσεις κάποιες που μέχρι τώρα ίσως αγνοούσες, να γνωρίσεις τον άλλο, να έρθεις κοντά του, να νιώσεις, να επικοινωνήσεις. Πώς μπορούν να γίνουν όλα αυτά όταν ξεκινάς μια σχέση, έχοντας ως βασικό στόχο να κρύψεις τον πραγματικό σου εαυτό; 

Σε μια δήθεν σχέση, με δήθεν συναισθήματα και δήθεν εκμυστηρεύσεις, μένεις αρκετά επιτυχώς προσηλωμένος στην εικόνα σου και στην εντύπωση που δίνεις κάθε στιγμή στον άλλο. Δεν έχει σημασία τι πραγματικά νιώθεις… το πιο σημαντικό είναι τι θα πιστέψει ο άλλος για σένα, τι θα τον κάνεις να πιστεύει, πόσο καλά θα χτίσεις την εικόνα σου. Είναι πολύ κουραστικό και χρονοβόρο αυτό, οπότε που να σου μείνει χρόνος να ασχοληθείς με τη σχέση… 


Πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε ασχολούμαστε περισσότερο με το τι θα πούμε και πως θα παρουσιαστούμε στον άλλο απέναντί μας, παρά με το να νιώσουμε και να επικοινωνήσουμε μαζί του.

Πόσο δύσκολο είναι να είμαστε ειλικρινείς σε πραγματικές και ουσιαστικές σχέσεις, όπου θα νοιαζόμαστε για τον άλλο και θα νοιάζεται για εμάς, χωρίς εγωισμούς και δημιουργία εντυπώσεων; Πόσο δύσκολο είναι να υπάρξουμε μέσα σε σχέσεις, όπου σημασία θα έχουν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που ζούμε και όχι οι αναλύσεις που κάνουμε;

Είναι επιλογή μας να είμαστε σε δήθεν σχέσεις, με δήθεν ανθρώπους και δήθεν συναισθήματα. Είναι επιλογή μας να αναλώνουμε τον εαυτό μας σε δήθεν σχέσεις… Και τουλάχιστον όταν συνειδητοποιήσουμε ότι το κάνουμε, ας αναλογιστούμε τουλάχιστον τι είδους ανάγκες θέλουμε να καλύψουμε ή από τι είδους φόβους θέλουμε να απαλλαγούμε.

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Φοβάμαι τους ανθρώπους…



Ασχολούμαστε διαρκώς με τις φοβίες που έχουμε, με τις φοβίες που έχουν οι άλλοι γύρω μας… τις συζητάμε, τις αναλύουμε, τις σχολιάζουμε, προσπαθούμε να τις αντιμετωπίσουμε. Υπάρχουν, όμως, και φοβίες που δεν τις ομολογούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό…

Πόσες φορές έχεις πει στον εαυτό σου ότι φοβάσαι τους ανθρώπους; Ότι προτιμάς να παραμείνεις μακριά τους γιατί στη σκέψη και μόνο νιώθεις την απειλή να έρχεται προς το μέρος σου; 

Αν το σκεφτούμε λίγο, μπορεί να είμαστε ένας από αυτούς που φοβάται τους ανθρώπους…

Φοβάμαι τους ανθρώπους. Τι ακριβώς φοβάμαι; Φοβάμαι μήπως με πληγώσουν, μήπως με κοροϊδέψουν, μήπως με προδώσουν. Φοβάμαι ότι θα με απογοητεύσουν. Φοβάμαι ότι θα με εγκαταλείψουν… Φοβάμαι ότι θα παίξουν μαζί μου… 


Ο φόβος για τους ανθρώπους μας οδηγεί σε μια απομάκρυνση από αυτούς. Για να προστατευτούμε από αυτό που φοβόμαστε τείνουμε να τρέχουμε να κρυφτούμε, για να γλιτώσουμε, για να επιβιώσουμε. Όμως, με αυτό τον τρόπο σίγουρα δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτό το φόβο που μπορεί να εξελιχθεί σε μια φοβία –ανθρωποφοβία- δεν ξέρουμε αν υπάρχει ή αν υφίσταται, το θέμα είναι πως εμείς έτσι νιώθουμε. 


Ας σκεφτούμε, όμως, πρώτα πως νιώθουμε εμείς απέναντι σ’ αυτό τον φόβο που μας προκαλούν οι άνθρωποι. Και πώς αντιδρούμε; Φοβάμαι τους ανθρώπους και… πώς συμπεριφέρομαι; Μένω απαθής και συνεσταλμένος; Παραμένω απόμακρος και τρέχω να κρυφτώ; Μένω κοντά στους άλλους, αλλά συναισθηματικά είμαι πολύ αμυντικός και απόμακρος; 

Πώς συμπεριφέρομαι απέναντι στους ανθρώπους; …με ένα διαρκές άγχος και μια συνεχή αμηχανία; Νιώθω διαρκώς ένταση και ντροπή; Νιώθω τόσο διαφορετικός, που φοβάμαι πως θα σκεφθούν αρνητικά οι άλλοι για μένα;
Και τι ακριβώς φοβάμαι; Φοβάμαι την απόρριψη, την αποδοκιμασία, τη συναναστροφή, την αλληλεπίδραση, την επένδυση, το συναισθηματικό δέσιμο, την επαφή, την έκθεση, την εγκατάλειψη; Φοβάμαι τους άλλους ή φοβάμαι εμένα απέναντι στους άλλους; 

Και που καταλήγω κάθε φορά; Όσο φοβάμαι, τόσο πιο πολύ απομακρύνομαι… από τους ανθρώπους. Με αποτέλεσμα να μου φαίνονται ακόμα πιο «επικίνδυνοι», απόμακροι και περίεργοι. Και τότε… φοβάμαι ακόμη περισσότερο να τους προσεγγίσω και να τους γνωρίσω. 


Και τι μπορώ να κάνω; Σίγουρα θα πρέπει να ακολουθήσω το βασικό τρόπο αντιμετώπισης ενός φόβου: να έρθω αντιμέτωπος με αυτόν. Ας πείσω, λοιπόν, τον εαυτό μου να αρχίσει να προσεγγίζει τους ανθρώπους ή να επιτρέπω στους άλλους να με προσεγγίσουν, ας τους παρατηρήσω και ας προσπαθήσω να τους κατανοήσω. Σε αυτή τη νέα γνωριμία και αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους, το βασικό στοιχείο που καλούμαι να αντιμετωπίσω είναι τα ίδια μου τα συναισθήματα. Πώς νιώθω όταν περπατάω ανάμεσα στους ανθρώπους, πόσο τους παρατηρώ, πόσο με αγχώνει αυτή η αλληλεπίδραση; Πόσο κοντά στους άλλους μπορώ να έρθω χωρίς να νιώσω ντροπή, άγχος και αμηχανία;

Δεν μπορούμε ξαφνικά να σταματήσουμε να φοβόμαστε τους ανθρώπους, μπορούμε όμως να είμαστε πιο πρόθυμοι να γνωρίσουμε άλλους ανθρώπους γύρω μας, χωρίς να είμαστε υπερβολικά καχύποπτοι ή αγχωμένοι, απορριπτικοί ή αμυντικοί. Σταδιακά, μέσα από μια πιο χαλαρή αλληλεπίδραση και επαφή μπορούμε να γνωρίσουμε περισσότερο κάποιους ανθρώπους και να αρχίσουμε να ερχόμαστε σε πιο στενή επαφή και να αναπτύσσουμε εμπιστοσύνη. Σε όλη αυτή την πορεία, στόχος είναι να αρχίσουμε να έχουμε μια πιο μεγάλη συναίσθηση της κατάστασης και των συναισθημάτων μας. Όσο πιο πολύ αναγνωρίζουμε το πώς νιώθουμε τόσο πιο εύκολα μπορούμε να βρούμε τρόπους διαχείρισης. Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος δεν αξίζει να καταδικάζουν το παρόν και το μέλλον μας. 

Δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, ωστόσο, μπορούμε να θέσουμε ως στόχο να αρχίσουμε να μην φοβόμαστε τους ανθρώπους, έτσι ώστε σταδιακά να εκθέτουμε τον εαυτό μας όλο και πιο πολύ σε αυτό που μας προκαλεί φόβο: στους ανθρώπους.


Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Κοινωνιολόγος, MSc.

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Μυρωδιές και… αναμνήσεις…



* Από Παπαδόπουλο Βαγγέλη, Κοινωνικό Λειτουργό
 
Η δύναμη της μυρωδιάς… Πρόσωπα ξεχνάς, καταστάσεις ξεχνάς, κάποιες μυρωδιές όμως μένουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη…



Η μυρωδιά είναι το προϊόν της όσφρησης στο ζωικό βασίλειο και κατέχει ξεχωριστή θέση κυρίως στα ζώα, λόγω της απουσίας της ομιλίας, που κατέχει μόνο ο άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά είναι κάτι το μοναδικό κάθε μυρωδιά ενός φαγητού, ενός προσώπου, και ενός σπιτιού και ακόμη και του πιο απλού αντικειμένου μένει βαθιά χαραγμένη από την πρώτη στιγμή στο μυαλό ενός ανθρώπου.

Πιο συγκεκριμένα, στη μνήμη του μωρού μένουν οι πρώτες μυρωδιές από τη στιγμή της γέννησης του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Είναι αυτό που το καθοδηγεί στη μητέρα του και το ηρεμεί όταν την έχει χάσει και βρεθεί πάλι κοντά της.

Βέβαια και καθώς μεγαλώνει, αποτυπώνει διάφορες μυρωδιές στο μυαλό, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με διάφορες καταστάσεις χαράς αλλά και λύπης και μπορεί να επανέρχεται σε αυτή την κατάσταση μόνο από την όσφρηση αυτής της συγκεκριμένης μυρωδιάς.

Και αυτό συνεχίζει καθώς περνάνε τα χρόνια και όταν βρεθούμε σε μια δύσκολη στιγμή αναζητούμε εκείνη τη μυρωδιά της μητέρας μας και αμέσως επιστρέφουμε στην αγκαλιά της και ηρεμούμε απλά και μόνο επειδή είναι συνδεδεμένη με την ασφάλεια και τη θαλπωρή. 

Άλλες φορές χωρίς να το καταλάβουμε εκεί που είμαστε χαρούμενοι μέσα σε μια παρέα φίλων ή ακόμη και μόνοι μας ξαφνικά όλα μας φαίνονται μαύρα και δυσοίωνα χωρίς κάποια προφανή εξήγηση και μετά από λίγη σκέψη συνειδητοποιούμε ότι όλο αυτό προκλήθηκε απλά και μόνο από μια μυρωδιά που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μας σε μια δυσάρεστη στιγμή χωρίς καν να το θυμόμαστε.

Κάποιες φορές πάλι εκεί που περπατάμε μέσα σε μια μάζα αγνώστων ανθρώπων, βυθισμένοι στη σκέψη μας και στα διάφορα προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, καθαρίζει η σκέψη και γυρνάμε πίσω πολλά χρόνια όταν ήμασταν μικρά παιδιά διότι πέρασε κάποια τυχαία γυναίκα που έτυχε να φοράει το ίδιο άρωμα που φορούσε η μητέρα μας κάποια στιγμή στη ζωή της.

Κάποιες μυρωδιές είναι στενά συνδεδεμένες με αναμνήσεις… και όσα χρόνια κι αν περάσουν, μόλις εμφανιστεί η μυρωδιά μπορούμε στιγμιαία να ταξιδέψουμε πολλά χρόνια πίσω και να μας έρθουν στο μυαλό στιγμές που έχουμε ζήσει και πρόσωπα, που μπορεί να υπάρχουν ή μπορεί και να μην υπάρχουν πλέον στη ζωή μας. Κάποιες μυρωδιές μπορούν να μας ταρακουνήσουν έντονα, να μας επηρεάσουν συναισθηματικά ή να μας οδηγήσουν στην ανάκληση αναμνήσεων και εμπειριών. 

Κάποιες μυρωδιές είναι τόσο βαθιά χαραγμένες μέσα μας, που μόλις φτάσουν στη μύτη μας, μας κάνουν να νιώσουμε όπως τότε… οι μυρωδιές συνδέονται στενά με τις αναμνήσεις και κάποιες σημαντικές μυρωδιές είναι βαθιά συναισθηματικές…


Παπαδόπουλος Βαγγέλης, Κοινωνικός Λειτουργός
papevag90@yahoo.gr



Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Διαταραχές μυοσπασμάτων (τικ)



Οι διαταραχές μυοσπασμάτων καλύπτουν μια ομάδα διαταραχών, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την εκδήλωση κινητικής ή φωνητικής συμπεριφοράς. «Τα τικ είναι ακούσιες και αιφνίδιες στερεότυπες κινήσεις ή φωνητικές παραγωγές, οι οποίες επαναλαμβάνονται χωρίς ρυθμικότητα και χωρίς κανένα λειτουργικό σκοπό» (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2006: 378). Τα κινητικά και φωνητικά τικ μπορεί να είναι απλά ή περίπλοκα, να έχουν παροδική ή χρόνια μορφή και να εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα και ένταση. Βασικός εκλυτικός παράγοντας για την εκδήλωση των τικ είναι το άγχος, ενώ μπορεί να οφείλονται σε κούραση ή βαρεμάρα.

Μια βασική επίπτωση των τικ είναι η προσοχή των άλλων που προσελκύουν και οι αντιδράσεις που προκαλούν, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται προβλήματα στις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις του παιδιού. Τα πιο συχνά τικ που εμφανίζονται σε παιδιά και εφήβους είναι τα απλά κινητικά τικ, όπως το άνοιγμα και το κλείσιμο των βλεφάρων, το ανασήκωμα των φρυδιών ή των ώμων, το σφίξιμο των χειλιών, στερεότυπες κινήσεις των δακτύλων, κινήσεις της μύτης και του στόματος και ξαφνικές κινήσεις οποιουδήποτε μέλους του σώματος. Πρόκειται για αιφνίδιες και πολύ σύντομες κινήσεις. Τα φωνητικά τικ αφορούν ήχους, όπως ρούφηγμα της μύτης, βήχα, ξηρούς ή μεταλλικούς ήχους ή ξαφνική και αναίτια εκφορά συλλαβών.    


Τα τικ εμφανίζονται κυρίως σε στιγμές έντασης, κούρασης και άγχους, ενώ μπορεί να υπάρξουν υφέσεις για ημέρες ή και εβδομάδες. Τα τικ  είναι συμπτώματα που συνδέονται με εσωτερικές εντάσεις και πιέσεις που βιώνει το άτομο. 

Οι δυσκολίες των παιδιών με τικ επικεντρώνονται κυρίως στις διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς τα συμπτώματα είναι εμφανή και παράξενα προκαλώντας σχόλια και αντιδράσεις από το περιβάλλον. Συχνά δομείται και ένα αρνητικό κλίμα στις σχέσεις ανάμεσα στο παιδί κα τους γονείς του. Αυτό συμβαίνει όταν οι γονείς υιοθετούν μια αυστηρή και τιμωρητική στάση απέναντι στο παιδί. Αυτή η συμπεριφορά από τους γονείς έχει αρνητικές επιπτώσεις στην έκβαση των συμπτωμάτων του παιδιού. Αν το παιδί προσπαθήσει να το ελέγξει ή να το περιορίσει τότε μπορεί να οδηγηθεί σε αύξηση των συμπτωμάτων, καθώς θα συσσωρεύσει μεγαλύτερο άγχος κατά την προσπάθειά του. 


Για να αντιμετωπιστούν τα τικ στα παιδιά και τους εφήβους θα πρέπει να επιλυθούν τα προβλήματα άγχους που βιώνει το άτομο. Σε ένα ποσοστό παιδιών, τα συμπτώματα υποχωρούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό προς τα τέλη της εφηβείας. Όταν τα τικ αποτελούν μεμονωμένες και περιστασιακές εκδηλώσεις άγχους μπορεί να υπάρξει αποκατάσταση μέσα από την παροχή συμβουλευτικής στους γονείς και στο ίδιο το παιδί.
Τα τικ μπορεί να ακολουθούνται και από άλλα προβλήματα και δυσκολίες, όπως μαθησιακές δυσκολίες, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα, εμμονές, άγχος, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις και την επικοινωνία, καθώς και ψυχαναγκασμοί ή ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. 

Ένα βασικό ερώτημα είναι τι μπορούν να κάνουν οι γονείς;
Δεν θα πρέπει να λένε στο παιδί για το τικ, δεν γίνεται σκόπιμα και δεν μπορεί να το ελέγξει.
Δεν θα πρέπει να προσπαθούν να σταματήσει το παιδί τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις κάνοντας παρατηρήσεις, γιατί αυτό προκαλεί στο παιδί περισσότερο στρες.
Δεν θα πρέπει να δίνουν προσοχή ή να ασχολούνται με το τικ γιατί το εντείνουν.
Θα πρέπει να προσπαθούν να χαλαρώνει και να μην αγχώνεται το παιδί.  



Βιβλιογραφία
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Τυπωθήτω- Γιώργος Δάρδανος.