Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Φοβοφοβία: φοβάμαι μήπως φοβηθώ



«Φοβάμαι μη φοβηθώ»
 
Φόβος της φοβίας ή φόβος του φόβου: περιλαμβάνει έντονο άγχος και μη πραγματικό και μόνιμο φόβο μήπως το άτομο βιώσει φόβο ή αναπτύξει μια φοβία. Ο όρος φοβοφοβία (Phobophobia) αναφέρεται στο φόβο της φοβίας ή των φοβιών που μπορεί να εμφανίσει το άτομο, με αποτέλεσμα να εκδηλώνει έντονο άγχος και φόβο, που μπορεί να φτάσει στα όρια του πανικού. Πρόκειται για ένα πιο διάχυτο και γενικευμένο είδος φοβίας, που βιώνεται χωρίς καν το άτομο να έχει βιώσει την αίσθηση του φόβου. Απλά το άτομο ζει με το φόβο ότι θα νιώσει φόβο και προσπαθεί να αποφύγει την αίσθηση του φόβου έτσι ώστε να μην φοβηθεί. Το άτομο όταν βρίσκεται σε κατάσταση στρες ως απάντηση κινητοποιείται και εμφανίζει φόβο μήπως εμφανίσει φοβία, προσπαθώντας να το αποφύγει. Συνήθως, η φοβοφοβία εμφανίζεται από εσωτερικές προδιαθέσεις, που βρίσκονται σε υποσυνείδητο επίπεδο και συνδέονται με συμβάντα ή καταστάσεις που προκαλούν στο άτομο άγχος και φόβο. 


Το άτομο μπορεί να έχει άλλα είδη φοβίας μπορεί και όχι, όμως μπορεί να αναπτύξει φοβοφοβία όταν έχει για μεγάλο χρονικό διάστημα αγχώδεις διαταραχές που δεν έχουν αντιμετωπιστεί ή έχει βιώσει κάποια συναισθηματικά τραύματα. Ο έντονος φόβος προς οποιοδήποτε φόβο μπορεί να οδηγήσει το άτομο στο να πιστεύει ότι η εμφάνιση του φόβου θα είναι καταστροφική για το ίδιο και θα το κάνει να νιώσει ακόμη χειρότερα, έχοντας αρνητικές επιδράσεις στην ψυχοσύνθεσή του.
Η φοβοφοβία εμφανίζει συμπτώματα που είναι κοινά με τις αγχώδεις διαταραχές και κυρίως τις κρίσεις πανικού και την γενικευμένη αγχώδη διαταραχή. Έτσι, το άτομο εμφανίζει ζαλάδα, έντονους παλμούς της καρδιάς, εφίδρωση, ελαφρά παραισθησία, ένταση, τρόμος, τάση λιποθυμίας και αποφυγή καταστάσεων που μπορεί να προκαλέσουν αυτά τα συμπτώματα. 


Το άτομο εμφανίζει έντονο φόβο μήπως αναπτύξει μια φοβία, με αποτέλεσμα να εμφανίζει άγχος σχετικά με την εκδήλωση συμπτωμάτων της φοβίας. Πρόκειται για άτομα που είναι αρκετά επιρρεπή στο να βιώνουν το φόβο του φόβου, όπου αισθάνονται έντονο φόβο λόγω της αίσθησης του άγχους και των σωματικών συμπτωμάτων που προκαλεί.
Η φοβοφοβία έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την πανφοβία, όπου το άτομο εμφανίζει ένα φόβο για οτιδήποτε. Το βασικό κοινό τους στοιχείο ήταν ένα σταθερό και επίμονο αίσθημα φόβου, που προκαλεί ένταση και αγωνία. Η φοβοφοβία εμποδίζει το άτομο να χαρεί τη ζωή του και να λάβει ικανοποίηση από τις εμπειρίες του. Κάθε στιγμή ζει με το φόβο μήπως εμφανίσει μια φοβία ή βιώσει έντονο φόβο και άγχος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ηρεμήσει και να χαλαρώσει, ενώ βρίσκεται σε μια διαρκή επαγρύπνηση για να προλάβει την εμφάνιση ή την εκδήλωση της αίσθησης του φόβου. Το άτομο συνειδητοποιεί ότι οι φόβοι του είναι παράλογοι. Ωστόσο, κάποιες φορές δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει και δεν μπορεί να σκεφτεί και να λειτουργήσει με τη λογική, καθώς τα συναισθήματα είναι πιο έντονα και το κατακλύζουν, με αποτέλεσμα να έρχεται σε μια κατάσταση έντασης και άγχους.


Η φοβοφοβία μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στη ζωή και λειτουργικότητα του ατόμου σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, στο σχολείο, τη δουλειά, τις διαπροσωπικές σχέσεις και γενικότερα τον τρόπο και την ποιότητα της ζωής του. Όταν το άτομο γίνεται μη λειτουργικό και η φοβοφοβία δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινή ζωή του ατόμου θα πρέπει να αναζητήσει λύση μέσω της ψυχοθεραπείας.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Μοναξιά στα άτομα της τρίτης ηλικίας



Τα άτομα που βρίσκονται στην τρίτη ηλικία έχουν βιώσει και βιώνουν ένα σύνολο από απώλειες στη ζωή τους, που γίνονται όλο και περισσότερες καθώς μεγαλώνουν, με αποτέλεσμα να αυξάνουν τα επίπεδα της μοναξιάς και της απομόνωσης που βιώνουν. Η απουσία φίλων και γνωστών, ο θάνατος του/ της συζύγου, καθώς και η μείωση της κινητικότητας, με συνέπεια τον περιορισμό των εξόδων και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων οδηγούν σε αύξηση της μοναξιάς.  

Η μοναξιά συνδέεται άμεσα με την κατάσταση της σωματικής υγείας των ατόμων της τρίτης ηλικίας, ενώ δέχεται επιδράσεις από τα στοιχεία της προσωπικότητας, της ηλικίας, της νόησης και της ύπαρξης διαθέσιμων κοινωνικών δικτύων. Ο τρόπος που τα άτομα της τρίτης ηλικίας αντιλαμβάνονται τη μοναξιά επηρεάζεται από το άγχος και τα συναισθήματα κατάθλιψης, καθώς και από τη συχνότητα τηλεφωνικών επαφών και επισκέψεων. Η μοναξιά καθορίζεται από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του ατόμου, ενώ ταυτόχρονα επιδρά στις συνθήκες ζωής του ατόμου, καθώς προκαλεί απάθεια και αδιαφορία που οδηγεί σε υποσιτισμό,  υποθερμία, απουσία κινήτρων, έντονα αισθήματα εγκατάλειψης και αυτοεγκατάλειψης, χαμηλές προσδοκίες για την ποιότητα ζωής και απουσία υποστηρικτικού δικτύου.


Η μοναξιά διακρίνεται στη συναισθηματική/ συγκινησιακή μοναξιά, που αφορά τις οικογενειακές και προσωπικές/ συντροφικές σχέσεις και την κοινωνική μοναξιά, που αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις του ατόμου (DiTommaso & Spinner, 1993).

Στην τρίτη ηλικία, τα άτομα έρχονται αντιμέτωποι με αλλαγές και συχνά αναγκάζονται να αναπροσδιορίσουν τις σχέσεις και τις σταθερές τους, τη ζωής τους και τους στόχους τους, ενώ θα πρέπει να επανοριοθετήσουν τους ρόλους και τις προσδοκίες τους. Από τη μία μεριά, αισθάνονται να τους εγκαταλείπουν οι δυνάμεις τους και από την άλλη μεριά, νιώθουν την εγκατάλειψη των ανθρώπων γύρω τους. 


Τα άτομα της τρίτης ηλικίας βιώνουν μοναξιά ανάλογα με τον τύπο της οικογένειας και τις σχέσεις τους με το περιβάλλον, καθώς και τον τόπο διαμονής τους. Τα άτομα αυτά βιώνουν τόσο κοινωνική όσο και συγκινησιακή ή συναισθηματική μοναξιά. Η κοινωνική μοναξιά έχει βρεθεί σε υψηλότερα επίπεδα στα άτομα με προβλήματα μνήμης και μειωμένη γνωστική λειτουργικότητα (Holmen, Ericsson & Winblad, 2000).

Για τη μοναξιά των ηλικιωμένων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η αλλαγή της οικογένειας από εκτεταμένη σε πυρηνική, όπου η οικογένεια περιστρέφεται γύρω από τους γονείς και τα παιδιά τους και οι ηλικιωμένοι περιθωριοποιούνται. Πολλές φορές για να μην γίνονται βάρος στην οικογένειά τους και στα παιδιά τους επιλέγουν τη χωριστή διαμονή. Συνήθως εγκαταλείπονται στην μοναξιά τους, βιώνοντας κοινωνική απομόνωση, κοινωνικό αποκλεισμό, ακόμη και κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας. Όταν η οικογένεια δεν μπορεί ή αδιαφορεί σχετικά με την ικανοποίηση των αναγκών των ηλικιωμένων, οι ηλικιωμένοι νιώθουν μεγάλη ανασφάλεια, εγκατάλειψη, απογοήτευση, αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις και κοινωνική απομόνωση. Κι όσο πιο πολύ απουσιάζουν οι οικογενειακοί δεσμοί και μειώνονται οι κοινωνικές σχέσεις τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες για συμμετοχή σε δραστηριότητες της κοινότητας (Singh & Misra, 2009). 

Είναι σημαντικό να μπαίνουμε στη θέση αυτών των ανθρώπων και να προσπαθούμε να είμαστε κοντά τους. Πώς θα νιώθαμε αν βιώναμε τη δική τους κατάσταση και τι θα θέλαμε; Πώς θα νιώθαμε αντιμέτωποι με ποικίλες αλλαγές σε σωματικό και ψυχολογικό επίπεδο, αλλά και στους κοινωνικούς ρόλους, που προκαλούν αλλαγές στην αίσθηση του εαυτού και την ικανότητα βίωσης μιας χαρούμενης ζωής; Πόσο δύσκολο είναι να στρέψουμε λίγο την προσοχή μας προς αυτούς τους ανθρώπους, που μας έχουν ανάγκη; Πόσο επιπόλαια το βλέπουμε και πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε ότι η ηλικία επιβάλλει περιορισμούς και κάποιες φορές αρκεί λίγη παρέα, λίγο ενδιαφέρον, λίγη προσοχή;


Βιβλιογραφία
DiTommaso, E., & Spinner, B. (1993). The development and initial validation of the Social and Emotional Loneliness Scale for Adults (SELSA). Personality and Individual Differences, 14 (1), 127- 134.
Holmen, K., Ericsson, K., & Winblad, B. (2000). Social and emotional loneliness among non-demented and demented elderly people. Archives of Gerontology and Geriatrics, 31 (3), 177- 192.
Singh, A., & Misra, N. (2009). Loneliness, depression and sociability in old age. Industrial Psychiatry Journal, 18 (1), 51-55.

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Τα σκαλοπάτια της εξάρτησης (Μπουκάι)



Ποια είναι τα βήματα που μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε μέσα σε ένα φαύλο κύκλο εξάρτησης και κάθε φορά κατεβαίνουμε κι ένα σκαλοπάτι πιο χαμηλά;


1. Προσπαθώ να σου γίνω απαραίτητος: «γίνομαι ο εκλεκτός προμηθευτής σου, σου δίνω ότι θελήσεις, φροντίζω να σε ικανοποιώ, είμαι στη διάθεσή σου για ότι χρειαστείς, προσπαθώ να σε κάνω να με έχεις ανάγκη. Αγωνίζομαι να δημιουργήσω μια σχέση υποτέλειας, αντικαθιστώ την επιθυμία μου να μ’ αγαπάς με την επιδίωξη να με χρειάζεσαι. Γιατί, το να χρειάζεσαι, μοιάζει τόσο πολύ καμιά φορά με το να μ’ αγαπάς. Με φωνάζεις, σου λείπω, μου αναθέτεις τις υποθέσεις σου και φτάνω να πιστέψω ότι μ’ αγαπάς» (Μπουκάι, 2009: 28).

Ωστόσο, καμιά φορά, παρά τα όσα κάνω για να με έχεις ανάγκη, εσύ δεν δείχνεις να με χρειάζεσαι. Και τότε, τι κάνω;

Κατεβαίνω ακόμη ένα σκαλοπάτι.

2. Προσπαθώ να σε κάνω να με λυπηθείς: «γιατί και η λύπηση μοιάζει λίγο σαν να μ’ αγαπάς… Οπότε κάνω το θύμα ‘Εγώ που σ’ αγαπάω τόσο πολύ… κι εσύ δεν μ’ αγαπάς…’ και που ξέρεις…».


Το άτομο όταν κάνει αυτό το βήμα συνήθως προσπαθεί να εκφράσει την αγάπη του με λόγια του τύπου: «Πώς το έκανες αυτό σ’ εμένα;», «Δεν το περίμενα αυτό από σένα, είμαι τόσο απογοητευμένος.», «Νιώθω τόσο πληγωμένος… Δεν μ’ ενδιαφέρει αν εσύ δεν μ’ αγαπάς… εγώ, πάντως, σ’ αγαπώ».

Και η κατηφόρα συνεχίζεται…

Και αν δεν τα καταφέρω να λυπηθείς τι κάνω; Ανέχομαι την αδιαφορία σου; Ποτέ!

3. Αφού έφτασα ως εδώ θα προσπαθήσω τουλάχιστον να σε κάνω να με μισήσεις. «Φτάνω να θέλω να με μισήσεις και δεν τα καταφέρνω». Οπότε βρίσκομαι σχεδόν στον πάτο του πηγαδιού. Και τώρα τι κάνω;

Με δεδομένο ότι εξαρτώμαι από σένα και το βλέμμα σου, κάτι θα υπάρχει για να μη χρειαστεί ν υποφέρω την αδιαφορία σου. 

Και πολλές φορές κατεβαίνω το τελευταίο σκαλί για να σε κάνω να κρέμεσαι από μένα:

4. «Προσπαθώ να σε κάνω να με φοβάσαι. Να φοβάσαι ως που μπορώ να φτάσω, τι μπορεί να κάνω σε σένα ή στον εαυτό σου (φαντασιώνομαι ότι θα νιώθεις ενοχές, ότι θα με σκέφτεσαι…)». «Αφού δεν κατάφερα να νιώσω πως μ’ αγαπάς και με χρειάζεσαι, αφού αρνήθηκες να νιώσεις για μένα συμπόνια και να με κρατήσεις από οίκτο, αφού δεν κατάφερα ούτε να μισήσεις, τώρα θα αναγκαστείς, θέλοντας και μη, να προσέξεις την παρουσία μου, γιατί από δω και πέρα θα σε κάνω να με φοβάσαι» (ταινία «Μοιραία Έλξη», αναφ. στον Μπουκάι, 2009: 30).

«Όταν η αναζήτηση του βλέμματός σου γίνεται εξάρτηση, η αγάπη μετατρέπεται σε αγώνα εξουσίας. Μπαίνουμε στον πειρασμό να θέσουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία του άλλου, να εκβιάσουμε τον οίκτο του, να τσακωθούμε μαζί του, και φτάνουμε στο σημείο να τον απειλήσουμε με εγκατάλειψη, με κακομεταχείριση, ή με τη δική μας συντριβή…» (Μπουκάι, 2009: 30).

«Η συνεξάρτηση αντιμετωπίζεται και θεραπεύεται, με μοναδική προϋπόθεση την ειλικρινή επιθυμία να ξεπεραστεί η εξάρτηση».

Οπότε πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε εξάρτηση.

Στόχος δεν είναι να κάνουμε σχέσεις αλληλεξάρτησης: αφού εγώ εξαρτώμαι από σένα όπως εσύ εξαρτάται από μένα, δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού είμαστε μαζί. 

«Η αλληλεξάρτηση δημιουργεί άλυτα δεσμά που συντηρούνται από την αμοιβαία εξάρτηση, κι όχι από την ανανεωμένη επιλογή του καθενός. Γιατί, οι αλληλεξαρτώμενοι είναι πάλι εξαρτημένοι. Και όταν είναι κανείς εξαρτημένος, δεν έχει πια επιλογές…» (Μπουκάι, 2009: 31).

Προφανώς απομένει μια μόνο δυνατότητα:

Η Ανεξαρτησία: «φτάνω στο σημείο να μην εξαρτώμαι από κανέναν. Αυτό θα ήταν υπέροχο αν δεν έκρυβε ένα ψέμα, αφού: κανένας δεν είναι ανεξάρτητος». Η ανεξαρτησία είναι ένας ανέφικτος στόχος, γιατί για να είναι κάποιος ανεξάρτητος θα έπρεπε να είναι αυτάρκης και αυτάρκης δεν είναι κανένας. Κανείς δεν μπορεί να ζει χωρίς τους άλλους σε μόνιμη βάση. 

Μοιραία, χρειαζόμαστε τους άλλους με πολλούς και διάφορους τρόπους.
«Εάν η ανεξαρτησία είναι αδύνατη… η συνεξάρτηση είναι αρρωστημένη, η αλληλεξάρτηση δεν είναι λύση… και η εξάρτηση δεν είναι επιθυμητή… τότε, δεν μένει τίποτε άλλο, παρά  η αυτοεξάρτηση» (Μπουκάι, 2009: 32). 

Αυτοεξάρτηση σημαίνει «να ξέρω ότι έχω ανάγκη τους άλλους, ότι δεν είμαι αυτάρκης, αλλά ότι μπορώ να κρατήσω την ανάγκη αυτή μαζί μου, να την αντέξω, μέχρι να βρω αυτό που θέλω, τη σχέση που ψάχνω, κάτι να με στηρίξει, την αγάπη…» (Μπουκάι, 2009: 51).

Μπουκάι, Χ. (2009). Ο Δρόμος της Αυτοεξάρτησης. Φύλλα Πορείας Ι. Εκδόσεις Opera.  

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

«Πάντα υποφέρω εξαιτίας κάποιου»



Μας φταίει αυτός που κάθε φορά βρίσκεται στο δρόμο μας και μας κάνει να υποφέρουμε ή είμαστε εμείς οι ίδιοι αυτοί που βάζουμε εμπόδια στον εαυτό μας και τον κάνουμε να υποφέρει; Για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας και να τον απαλλάξουμε από τον πόνο που εμείς οι ίδιοι προκαλούμε θα πρέπει να πάρουμε την ευθύνη της κατάστασης και να στρέψουμε την προσοχή μας προς εμάς. 

Ποιος φταίει που υποφέρουμε;
Τις περισσότερες φορές κανείς άλλος από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Και γιατί φταίμε εμείς; Γιατί ακόμη κι όταν κάποιος άλλος μας κάνει να υποφέρουμε, εμείς οι ίδιοι το επιτρέπουμε αυτό. Δεν μπορεί κανείς να μας πληγώσει, χωρίς εμείς να το θέλουμε. Δεν παίζει ρόλο πώς θα μας φερθεί ο άλλος, αλλά το πώς εμείς θα το αξιολογήσουμε, θα το επεξεργαστούμε και θα εν τέλει θα το αντιμετωπίσουμε. Εμείς οι ίδιοι βάζουμε τα όρια γύρω από τον εαυτό μας και καθορίζουμε τη συμπεριφορά που θα δεχτούμε από τους άλλους. Ακόμη και ο τρόπος που επιλέγουμε τους ανθρώπους που θα έχουμε κοντά μας εξαρτάται από το πόσο θέλουμε να κάνουμε τον εαυτό μας να υποφέρει.
Ας σκεφτούμε λίγο ανθρώπους που διαρκώς επιλέγουν σχέσεις που τους πληγώνουν κι επιλέγουν άτομα που ξέρουν ότι θα τους πληγώσουν ή θα τους μειώσουν ή θα τους υποτιμήσουν. Ουσιαστικά βάζουν τον εαυτό τους σε μια διαδικασία που τους κάνει να υποφέρουν, να πονούν και να μην παίρνουν τίποτα από όσα πραγματικά θα ήθελαν. Και τότε αναρωτιόμαστε: γιατί να το κάνει κάποιος αυτό στον εαυτό του αφού είναι τελείως παράλογο;

Τη στιγμή που είμαστε μέσα σε μια κατάσταση, στην οποία κυριαρχούν τα συναισθήματα είναι δύσκολο να δούμε τα πράγματα με τη λογική. Έτσι, οι άνθρωποι που επιλέγουν ανθρώπους που θα τους κάνουν να υποφέρουν εκείνη τη στιγμή δεν το βλέπουν λογικά. Αντίθετα, νιώθουν έντονη έλξη ή έντονη οικειότητα και ασφάλεια κοντά σε τέτοιους ανθρώπους. Ίσως έχουν τέτοιες παιδικές αναμνήσεις και με αυτούς τους ανθρώπους νιώθουν οικειότητα και άνεση, ασφάλεια και αποδοχή. Σε συνειδητό επίπεδο όλα αυτά φαντάζουν παράλογα, όμως σε υποσυνείδητο επίπεδο υπάρχουν στοιχεία που αισθάνονται ότι είναι δικά τους. Σκέψεις και συναισθήματα, βιώματα και γεγονότα που βρίσκονται στο υποσυνείδητο κινητοποιούν το άτομο και το ωθούν σε καταστάσεις και ανθρώπους που γνωρίζει καλά. Επομένως, δεν μας φταίνε οι άλλοι που μας κάνουν να υποφέρουμε, θα πρέπει να δούμε γιατί εμείς επιλέγουμε στη ζωή μας ανθρώπους που μας κάνουν να υποφέρουμε. Τι είναι αυτό που μας ελκύει και τι είναι αυτό στο οποίο έχουμε συνηθίσει. Μόνο συνειδητοποιώντας τους λόγους που μας ωθούν σε μια τέτοια επιλογή θα μπορέσουμε να σπάσουμε αυτόν τον κύκλο του πόνου. 

Αναζητώντας και εξετάζοντας τις παιδικές μας αναμνήσεις και τα παιδικά μας βιώματα μπορούμε να πάρουμε κάποιες απαντήσεις για εμάς, για τον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή μας, τις σχέσεις μας, τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας, για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες και τα προβλήματα που προκύπτουν στη ζωή μας. Επίσης, μπορούμε να κατανοήσουμε τις επιλογές μας και να αναγνωρίσουμε τις λάθος επιλογές μας, τι προσπαθούμε να πετύχουμε και τι προσπαθούμε να αποφύγουμε. Κι ότι προσπαθούμε να αποφύγουμε το καταφέρνουμε ή τελικά «επιλέγουμε» να ζούμε αυτά που φοβόμαστε και αυτά που υποτίθεται ότι προσπαθούμε να απομακρύνουμε από κοντά μας;


«Μια ζωή αισθανόσουν ότι απλώς πέρναγες την ώρα σου. Ξέρεις, φοβάσαι να αφήσεις τους άλλους να σε πλησιάσουν. Τους θέλεις, κι έπειτα εξαφανίζεσαι.»  ~Χ. Κιουρέισι (Κάτι έχω να σας πω)