Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Γιατί επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη;



Βλέπουμε ανθρώπους που έχουν τους έχει συμβεί κάτι σοβαρό στη ζωή τους και αντί να είναι πιο προσεκτικοί και να μάθουν μέσα από τις αρνητικές εμπειρίες και τα τραυματικά τους βιώματα να τείνουν να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη, ή και να θέλουν να προκαλέσουν το ίδιο και σε άλλους ανθρώπους. 

Οι άνθρωποι που έχουν πάθει κάτι σοβαρό στη ζωή τους μπορεί να εμφανίζουν μια τάση να ξανακάνουν τα ίδια λάθη γιατί αυτή η συμπεριφορά και οι πράξεις είναι αρκετά οικείες για τους ίδιους και δυσκολεύονται να απαλλαγούν από αυτό τον τρόπο συμπεριφοράς. Ακόμη και όταν ξέρουν ότι αυτό που ακολουθούν θα έχει την ίδια κατάληξη με όσα βίωσαν προηγούμενες φορές, ακόμη και όταν νιώθουν ότι δεν ακολουθούν το σωστό δρόμο, ή ζουν με το φόβο να ξανασυμβεί κάτι σοβαρό, δεν αλλάζουν κάτι στον εαυτό τους, τη συμπεριφορά τους, τον τρόπο σκέψης τους, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στα ίδια λάθη. Ο λόγος που θέλουν να κάνουν το ίδιο και σε άλλους ανθρώπους είναι γιατί αυτό αποτελεί ένα τρόπο να επιβεβαιώσουν στον εαυτό τους ότι αυτή η συμπεριφορά είναι σωστή και δεν είναι παράλογη. Η τάση των ατόμων να κάνουν τα ίδια λάθη φαίνεται σε άτομα που διαρκώς θυματοποιούν τον εαυτό τους. Πώς ερμηνεύεται αυτό από τις διάφορες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις;


Σύμφωνα με τη συστημική προσέγγιση, οι άνθρωποι έχουν μία τάση να επαναλαμβάνουν κάποια λάθη γιατί ορισμένα οικογενειακά πρότυπα είναι δύσκολο να αλλάξουν. Η αλλαγή στα οικογενειακά πρότυπα χρειάζεται προσπάθεια, που συνήθως ξεκινάει από την αναγνώριση ενός δυσλειτουργικού προτύπου. Ωστόσο, το άτομο από μόνο του είναι πιο εύκολο να επαναλάβει ένα οικογενειακό πρότυπο, παρά να το αλλάξει. Το άτομο μέσα στην οικογένεια μαθαίνει συγκεκριμένα πρότυπα συναλλαγής, τα οποία ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του και την επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τους άλλους. Τα πρότυπα συμπεριφοράς και σχέσεων ακόμη και όταν το άτομο βλέπει ότι δεν αποδίδουν και δεν έχουν θετικό αποτέλεσμα είναι δύσκολο να αλλάξουν, καθώς είναι αυτά που έμαθε το άτομο μέσα στην οικογένεια και είναι ιδιαίτερα ισχυρά (Minuchin, 2000). Το άτομο μέσα στο σύστημα της οικογένειας υιοθετεί συγκεκριμένες πεποιθήσεις και αντιλήψεις σχετικά με την οικογενειακή ζωή και τις σχέσεις, που μπορεί να το οδηγήσουν σε λάθη, διαταραχές ή δυσλειτουργίες, χωρίς όμως να μπορεί να το αλλάξει αυτό. Επομένως, ακόμη και μετά από σοβαρές αρνητικές επιδράσεις το άτομο ακολουθεί τα ισχυρά οικογενειακά πρότυπα (Μαλικιώση- Λοΐζου, 1999. Nelson- Jones, 2009). Το άτομο μέσα στην οικογένεια μαθαίνει τα πρότυπα που υιοθετεί και το ίδιο και το ακολουθούν στη ζωή του. 

Σύμφωνα με τη γνωσιακή- συμπεριφοριστική προσέγγιση τα λάθη που κάνει το άτομο και μπορεί να οδηγήσουν σε πολύ αρνητικά βιώματα πολλές φορές επαναλαμβάνονται γιατί στηρίζονται σε πρότυπα δυσλειτουργικών σκέψεων και συμπεριφορών του ατόμου, που είναι δύσκολο να τροποποιηθούν ή να αλλάξουν. Το άτομο μέσα από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον αναπτύσσει ένα τρόπο σκέψης που μπορεί να χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργικές πεποιθήσεις. Ωστόσο, οι κεντρικές πεποιθήσεις του ατόμου είναι αρκετά ισχυρές και το οδηγούν σε αυτόματες σκέψεις, που δεν μπορεί να ελέγξει. Για να μπορέσει το άτομο να αλλάξει τις διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις θα πρέπει να αναγνωρίσει, να αξιολογήσει και να τροποποιήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις και πεποιθήσεις. Ωστόσο, αυτό απαιτεί μια έντονη προσπάθεια και κόπο καθώς το άτομο καλείται να έρθει σε αντίθεση με ισχυρά εδραιωμένες πεποιθήσεις που προκαλούν αυτόματες σκέψεις (Beck, 2000).


Οι άνθρωποι τείνουν να κάνουν τα ίδια λάθη όταν δεν προσπαθούν να μάθουν μέσα από αυτά. Για να καταφέρουν να μάθουν μέσα από τα λάθη, θα πρέπει να τα αναγνωρίσουν και να μπορέσουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά, τη σκέψη και το συναίσθημα. Ο βασικός λόγος που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γίνεται αυτό είναι η δυσκολία για αλλαγή. Οι περισσότεροι φοβούνται περισσότερο την αλλαγή, παρά να επαναλάβουν κάτι, ακόμη και όταν ξέρουν ότι είναι λάθος και μπορεί να τους οδηγήσει στην καταστροφή. Μια γνώριμη κατάσταση, συμπεριφορά ή σκέψη είναι πιο εύκολο να επιλεγεί, ακόμη και όταν ξέρουν τη συνέχεια. Ουσιαστικά, μπαίνουν σε ένα φαύλο κύκλο, τον οποίο δυσκολεύονται να σπάσουν και να ξεφύγουν από αυτό. Οι επιλογές που κάνει το άτομο σχετίζονται με αυτό που νιώθει ότι είναι πιο γνώριμο και οικείο, μέσα στο οποίο νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι μη αποτελεσματικές αντιδράσεις του ατόμου σε ορισμένες καταστάσεις που αντιμετωπίζει οδηγούν σε προβλήματα και τραυματικές εμπειρίες, από τις οποίες δύσκολα το άτομο μπορεί να απαλλαγεί. 

Ένα ιδιαίτερα αρνητικό βίωμα μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές σκέψεις, οι οποίες αναπαράγουν ένα σύνολο συμπεριφορών και συναισθημάτων, που επαναλαμβάνονται. Οι αρνητικές σκέψεις και οι πεποιθήσεις που έχει το άτομο, το ακολουθούν στη ζωή του και την κάνουν ιδιαίτερα δυσλειτουργική, ενώ έχει και πολύ κακή διάθεση. Το κάθε άτομο έχει διαμορφώσει ορισμένες κεντρικές ή πυρηνικές πεποιθήσεις που αποτελούν θεμελιώδεις και βαθιές πεποιθήσεις, που γίνονται αντιληπτές από το άτομο ως απόλυτες αλήθειες, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα άκαμπτες και υπεργενικευμένες. Οι πεποιθήσεις αυτές επηρεάζουν τις ενδιάμεσες πεποιθήσεις, που αποτελούνται από κανόνες, στάσεις και παραδοχές, επηρεάζουν δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο το άτομο βλέπει μια κατάσταση, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται (Beck, 2000). 

Λαμβάνοντας υπόψη τόσο το γνωσιακό- συμπεριφορικό όσο και το συστημικό μοντέλο σχετικά με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις το άτομο επηρεάζεται τόσο από τις ήδη διαμορφωμένες αντιλήψεις του ατόμου όσο και από το οικογενειακό περιβάλλον.
Επιπλέον, όταν το άτομο βιώσει ένα αρκετά σοβαρό γεγονός διαμορφώνει και μια ανάλογη εικόνα για τον εαυτό του. Στη συνέχεια, κάθε αρνητικό γεγονός που βιώνει θεωρεί ότι του αξίζει κιόλας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεφύγει από αυτό τον φαύλο κύκλο των αρνητικών βιωμάτων. Η εικόνα που έχει διαμορφώσει το άτομο για τον εαυτό του επιδρά και στη συμπεριφορά του. Ένα σοβαρό αρνητικό γεγονός κάνει το άτομο να σκεφτεί ότι του άξιζε και ότι μπορεί να του ξανασυμβεί. Επίσης, όταν το άτομο ζει με το φόβο ότι αυτό το αρνητικό γεγονός θα ξανασυμβεί, ουσιαστικά λειτουργεί η αυτοεκπληρούμενη προφητεία και καταλήγει να ξανακάνει τα ίδια λάθη και να βιώσει τα ίδια αρνητικά βιώματα. 


Η θεωρία κοινωνικής μάθησης υποστηρίζει ότι μια λανθασμένη συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα στο άτομο είναι αποτέλεσμα μαθημένων προτύπων μιας κοινωνικής συμπεριφοράς, που το άτομο δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα. Για παράδειγμα, ένα βίαιο άτομο ακόμη και όταν βλέπει ότι η βίαιη συμπεριφορά του δημιουργεί προβλήματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις δυσκολεύεται να ξεφύγει από το βίαιο πρότυπο, καθώς η βία είναι αποτέλεσμα παρατήρησης, αναπαραγωγής, αντιγραφής ή μίμησης μιας συμπεριφοράς. Η θεωρία κοινωνικής μάθησης θεωρεί ότι οι συμπεριφορές μαθαίνονται κοινωνικά και λαμβάνουν ενίσχυση μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα το άτομο να νιώθει ότι αυτό που κάνει είναι σωστό. Το άτομο εστιάζει στα στοιχεία εκείνα που ενθαρρύνουν τη συμπεριφορά του και την επιβεβαιώνουν. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι εμπειρίες του ατόμου, καθώς το άτομο μέσα από αυτές μαθαίνει τις συμπεριφορές που θα υιοθετήσει και θα εκδηλώσει. Ακόμη και όταν πρόκειται για αρνητικές εμπειρίες η μάθηση αυτών κάνει το άτομο να νιώθει ότι είναι κάτι οικείο και γνώριμο, το οποίο συνεχίζει να ακολουθεί χωρίς να εστιάζει στις αρνητικές επιδράσεις που μπορεί να έχει (Hearn, 1998).

Σύμφωνα με τον Adler το άτομο κατά την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του μπορεί να δομήσει διάφορα σχέδια ζωής, όπως το αίσθημα κατωτερότητας, την ύπαρξη μοίρας, τη στάση του θεατή της ζωής, το φόβο του λάθους, την άρνηση, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματικά βιώματα και εμπειρίες, που επαναλαμβάνονται (Στρατιδάκη, 2002). 

Η ψυχοδυναμική προσέγγιση εστιάζει στα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου και ερμηνεύει τα λάθη και τα βιώματα του ατόμου μέσα από αυτά. Ο δεσμός που αναπτύσσει το παιδί με τη μητέρα κατά τα πρώτα έτη της ζωής του παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που αντιδρά απέναντι σε μια τραυματική εμπειρία. Οι συνέπειες του τραύματος μπορεί να μην δυσκολεύουν το άτομο, με αποτέλεσμα να μην προχωρά σε αναγνώριση των λαθών που έχει κάνει, ώστε να το αλλάξει. Όταν όμως παγιωθεί αυτή η κατάσταση το άτομο ακόμη και όταν βιώσει μια αρκετά αρνητική εμπειρία μπορεί να δυσκολευτεί να αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις. Όσο πιο τραυματική είναι μια κατάσταση για το άτομο τόσο πιο πιθανό είναι να προσπαθεί να ξεχάσει την εμπειρία, με αποτέλεσμα να απωθήσει στο υποσυνείδητο τα συναισθήματα και τις πράξεις που το οδήγησαν στη συγκεκριμένη εμπειρία. Όταν το άτομο ντρέπεται να εκφράσει μια τραυματική εμπειρία ή απωθεί ακόμη και από το μυαλό του σκέψεις σχετικά με αυτή δεν δίνει στον εαυτό του την ευκαιρία να επεξεργαστεί τα λάθη που έκανε, έτσι ώστε να μην τα επαναλάβει. 

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση το άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί αρκετούς μηχανισμούς άμυνας που μπορεί να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και το οδηγούν σε επανάληψη λανθασμένων πράξεων. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι επιδράσεις του ασυνειδήτου, που δεν επιτρέπουν στο άτομο να έχει τον έλεγχο και τη διαχείριση της ζωής του. Η εμπειρία σοβαρών καταστάσεων μπορεί να οφείλεται σε εμπειρίες που είχε το άτομο κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Το άτομο μεγαλώνοντας μπορεί να νιώθει ότι θέλει να αποφύγει αρνητικά βιώματα και εμπειρίες που έχει ζήσει. Ωστόσο, οι εμπειρίες που έχει ήδη ζήσει το άτομο είναι αρκετά καλά καταγεγραμμένες στο υποσυνείδητο και συχνά έρχονται στην επιφάνεια και εκδηλώνονται ανάλογες συμπεριφορές (Νέστορος & Βαλλιανάτου, 1996).

Η κάθε προσέγγιση εστιάζει σε συγκεκριμένα στοιχεία της ανάπτυξης του ατόμου και του περιβάλλοντός του. Το άτομο ουσιαστικά μέσα από τα βιώματα και τις εμπειρίες του καθώς και μέσα από τις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους ανθρώπους διαμορφώνει μια στάση απέναντι στις καταστάσεις και υιοθετεί συγκεκριμένες τεχνικές και στρατηγικές για να αντιμετωπίσει διάφορα γεγονότα και συμβάντα στη ζωή του. Ακόμη και όταν αυτές οι στρατηγικές που έχει υιοθετήσει οδηγούν σε κάτι σοβαρό δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να λειτουργήσει αποτρεπτικά αυτό το γεγονός για την επόμενη φορά. Το πρώτο βήμα για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν η αναγνώριση και η επεξεργασία του σοβαρού γεγονότος που έχει συμβεί, καθώς και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που βιώνει το άτομο. Το άτομο μέσα από όλα τα οικεία πρότυπα, μέσα από μαθημένες συμπεριφορές, μέσα από συμπεριφορές που ήδη έχει καθώς και μέσα από ένα ήδη εδραιωμένο τρόπο σκέψης τείνει να επαναλαμβάνει τις ίδιες συμπεριφορές, να αντιδρά με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να μπορεί αυτόματα να μάθει από τα λάθη του.

Σύμφωνα με τη συνθετική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση ορισμένα στοιχεία της κάθε προαναφερθείσας προσέγγισης μπορούν εν μέρει να ερμηνεύσουν το γιατί το άτομο οδηγείται στην επανάληψη των ίδιων λαθών του και στην παρότρυνση και των άλλων να συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο. Το άτομο θα πρέπει να αποκτήσει αυτοέλεγχο και αυτονομία, έτσι ώστε να νιώσει ότι μπορεί το ίδιο να καθορίσει τη ζωή του και να διευθετήσει τις καταστάσεις που βιώνει και να μην δικαιολογεί όλα όσα συμβαίνουν μέσα από την αποποίηση κάθε ευθύνης και βρίσκοντας άλλους για να αποδώσει ευθύνες (Νέστορος & Βαλλιανάτου, 1996).

Όταν το άτομο δεν μπορεί να εντοπίσει τους μηχανισμούς ανάδρασης ανάμεσα στα στοιχεία ή στους παράγοντες της συνολικής κατάστασης, μπορεί να νιώθει ότι είναι θύμα εξωτερικών αιτιών, με αποτέλεσμα να αισθάνεται θυμό, θλίψη, φόβο ή να θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για την πρόκληση διαφόρων συμπεριφορών, ενώ κυριαρχείται από συναισθήματα ενοχής (Κατάκη, 2005). Για να μπορέσει το άτομο να επεξεργαστεί μία κατάσταση θα πρέπει να μπει στη διαδικασία να αναζητήσει τα συναισθήματά του, τους λόγους που έφτασε σε αυτή την κατάσταση, τις σκέψεις που αυτόματα κάνει και τις συμπεριφορές που εκδηλώνει. Μόνο μέσα από την επίγνωση θα κατορθώσει να προχωρήσει. Το άτομο δεν νιώθει δυνατό και δεν μπορεί να ελέγξει φόβους, ανασφάλειες και αρνητικά βιώματα.
 


Βιβλιογραφία
Beck, J.S. (2000). Εισαγωγή στη Γνωστική Θεραπεία. Επιμ. Γ. Σίμος. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Hearn, J. (1998). The Violences of Men. California: Sage Publications.
Κατάκη, Χ. (2005). Όσο δεν μιλάει το στόμα σου, θα μιλάει το σώμα σου. Στο βιβλίο των Γ. Καλαρρύτη & Τ. Μπαφίτη (Επιμ.), Σώμα υγιές σε νου υγιή (σσ. 93- 106). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαλικιώση- Λοΐζου, Μ. (1999). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Minuchin, S. (2000). Οικογένειες και Οικογενειακή Θεραπεία. (Επιμ. Φ. Αναγνωστόπουλος). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Nelson- Jones, R. (2009). Βασικές Δεξιότητες Συμβουλευτικής: Ένα εγχειρίδιο για Βοηθούς. Αθήνα: Πεδίο.
Νέστορος, Ι.Ν., & Βαλλιανάτου, Ν.Γ. (1996). Συνθετική Ψυχοθεραπεία με στοιχεία ψυχοπαθολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Στρατιδάκη, Σ. (2002). Η Ψυχαναλυτική Θεωρία μετά τον S. Freud. Στον Γ.Α. Ποταμιάνο & Συν. (Επιμ.), Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική (σσ. 145- 156). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου