Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Παιδική κακοποίηση

Με αφορμή την 19η Νοεμβρίου- Παγκόσμια Ημέρα κατά της Παιδικής Κακοποίησης- ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο στην παιδική κακοποίηση και κυρίως στη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών.
 


Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας παίζουν σημαντικό ρόλο στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχική κατάσταση του ατόμου, ωθώντας στη διαμόρφωση μιας θετικής ή αρνητικής στάσης του απέναντι στον κόσμο και στο περιβάλλον του και αποτελώντας τη βάση για δόμηση μιας ομαλής κοινωνικής προσαρμογής. Η παιδική κακοποίηση, με όποια μορφή και αν εκδηλωθεί, έχει σημαντικές συνέπειες στην ψυχοσωματική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου.

Το φαινόμενο της κακοποίησης και της παραμέλησης εκδηλώνεται με διάφορες μορφές και είναι άμεσα συνδεδεμένο με πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες, ενώ εξαρτάται από τα πρότυπα μέσα από τα οποία η κάθε κοινωνία επιβάλλει στους γονείς τους τρόπους σχετικά με την ανατροφή, την πειθαρχία και τη συμπεριφορά των παιδιών. Ιδιαίτερα σημαντική έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις επιπτώσεις που έχει η κακοποίηση στον εσωτερικό κόσμο και στον ψυχισμό των παιδιών. Το εσωτερικό τραύμα παραμένει στα παιδιά που κακοποιούνται για πολύ καιρό ακόμα και όταν οι εξωτερικές πληγές έχουν θεραπευτεί. Το επαναλαμβανόμενο τραύμα της κακοποίησης που βιώνει το παιδί διαβρώνει την προσωπικότητά του.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η παιδική κακοποίηση ορίζεται ως:
«Όλες οι μορφές σωματικής, συναισθηματικής, σεξουαλικής κακοποίησης, παραμέλησης ή αμελούς διαπαιδαγώγησης ή εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης, που γίνονται στα πλαίσια κάποιας σχέσης ευθύνης, εμπιστοσύνης ή δύναμης με το παιδί, με αποτέλεσμα την πραγματική ή δυνητική βλάβη στην υγεία του παιδιού, στην επιβίωση, στην ανάπτυξη ή στην αξιοπρέπειά του» .

Σε παγκόσμιο επίπεδο η κακοποίηση των παιδιών με βάση τη Unicef (2003) προκαλεί κάθε χρόνο 3.500 θανάτους στις αναπτυγμένες χώρες, όσον αφορά παιδιά κάτω των 15 ετών. Η Ελλάδα βρίσκεται στις χώρες που συγκεντρώνουν τα χαμηλότερα ποσοστά θανάτων παιδιών λόγω κακοποίησης σε σύγκριση με άλλες χώρες που συγκεντρώνουν τα υψηλότερα ποσοστά, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Πορτογαλία και το Μεξικό.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι τα στατιστικά δεδομένα για τη σωματική παιδική κακοποίηση αλλά και για τη σεξουαλική παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα δεν είναι ανησυχητικά. Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι ένα φαινόμενο που πολύ συχνά δεν αποκαλύπτεται. Αντίθετα, πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη μυστικότητα, καθώς τα παιδιά που κακοποιούνται δεν θα μιλήσουν ποτέ σε κανέναν για αυτή την κατάσταση κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, κυρίως εξαιτίας του φόβου που τους δημιουργεί ο θύτης αλλά και της ντροπής που νιώθουν τα παιδιά.

Στην ελληνική κοινωνία η οποία οφείλει να ασχοληθεί ενεργά με το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης, η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών αποτελεί μία πραγματικότητα, ένα φαινόμενο που υπάρχει και θα πρέπει να ευαισθητοποιεί όλα τα άτομα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί κυρίως μέσα από την γνώση της κατάστασης, των παραγόντων που την προκαλούν, καθώς και των επιπτώσεων που έχει στα παιδιά όχι μόνο κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας αλλά σε όλη τους τη ζωή. Τα παιδιά μεγαλώνοντας κουβαλάνε αυτό το τραύμα που διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις τους και την κοινωνικο- συναισθηματική ανάπτυξή τους. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα που κάθε διερεύνησή του μπορεί να προσφέρει ένα ακόμη στοιχείο στην ευαισθητοποίηση και στην ενημέρωση όλων σχετικά με αυτό.

Το παιδί όταν είναι θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία στη συμπεριφορά του τα οποία αποτελούν ενδεικτικά σημεία για την κατάσταση που βιώνει. Το παιδί συνήθως αρχίζει να αποφεύγει να μένει μόνο του με κάποιο συγκεκριμένο μέλος της οικογένειας, όταν η σεξουαλική εκμετάλλευση προέρχεται από μέλος της οικογένειας, παρουσιάζει αναπάντεχο και αδικαιολόγητο φόβο για κάποιο ενήλικα ή δισταγμό για την ανάπτυξη μιας φιλικής συμπεριφοράς, εμφανίζεται προσκολλημένο σε κάποιο πρόσωπο, προσπαθεί να μιλήσει για αυτό που βιώνει άλλα έμμεσα, αρχίζει να παρουσιάζει επιθετικές συμπεριφορές ή προβλήματα ύπνου ή ενούρησης, αρνείται να πάει στο σχολείο ή είναι αφηρημένο ή έχει μειωμένες επιδόσεις στο σχολείο. Επίσης, παρουσιάζει πρώιμη σεξουαλικότητα και χρησιμοποιεί έντονα στη γλώσσα του σεξουαλικό περιεχόμενο και σεξουαλικές πληροφορίες, ενώ μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης και εσωστρέφειας ή αναφέρει ότι έχει σωματικές ενοχλήσεις που δεν έχουν ιατρική εξήγηση (Συμβουλευτική Επιτροπή για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια, 2009).

Το παιδί συνήθως δεν φέρει ορατές σωματικές κακώσεις εξαιτίας της σεξουαλικής του κακοποίησης, για αυτό είναι απαραίτητο να γίνει άμεση και βαθιά παρατήρηση της συμπεριφοράς του παιδιού. Το παιδί παρουσιάζεται συνήθως θλιμμένο και απομονωμένο, με έντονα προβληματική συμπεριφορά, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολία ανάπτυξης διαπροσωπικών σχέσεων και ομαλής σεξουαλικής ζωής (Συμβουλευτική Επιτροπή για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια, 2009).
Είναι σημαντικό είτε μας αφορά άμεσα είτε όχι να είμαστε ευαισθητοποιημένοι σε τέτοιου είδους θέματα και να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις. Η κακοποίηση ενός παιδιού, δεν αφορά μόνο την οικογένειά του, μας αφορά όλους… Τα παιδιά δεν μπορούν να υπερασπιστούν μόνα τους τον εαυτό τους, περιμένουν από όλους εμάς να βρούμε τρόπους δράσεις είτε σε επίπεδο πρόληψης είτε σε επίπεδο παρέμβασης.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Η γοητεία και η σοφία της τρίτης ηλικίας

Το άτομο μεγαλώνοντας γίνεται πιο σοφό και 'γοητευτικό'...

Για πολλούς ανθρώπους, τα γηρατειά είναι η υποδούλωση μιας ψυχής που θέλει να ζήσει, να ονειρευτεί, να εκφραστεί και που εμποδίζεται από το κουρασμένο και γερασμένο σώμα. Από την άλλη, η τρίτη ηλικία είναι η εποχή που ο άνθρωπος, έχοντας τη σοφία της ζωής, μπορεί να δει τον κόσμο με άλλα μάτια, να χαρεί και να δώσει σημασία σε απλά πράγματα που οι νέοι παραβλέπουν και που δεν έχουν ακόμη την ωριμότητα που χρειάζεται για να τα εκτιμήσουν. Στις περισσότερες παραδοσιακές κοινωνίες, οι ηλικιωμένοι θεωρούνται, ως οι πρεσβύτεροι της κοινότητας ή του χωριού, και παίζουν σημαντικό ρόλο στα διάφορα κοινωνικά θέματα που προκύπτουν.
Η ηλικία φέρνει εμπειρία και σοφία, αυτό είναι μια γνώση κοινή και παλιά όσο και ο άνθρωπος. Τώρα όμως επιβεβαιώθηκε και επιστημονικά από μια ομάδα επιστημόνων που εξέτασαν τον εγκέφαλο νεαρών και ηλικιωμένων ατόμων στον τομογράφο.

Ανατρέποντας τη γενικώς παραδεδεγμένη θεωρία ότι ο εγκέφαλος «ατονεί» με την ηλικία μια μελέτη έδειξε ότι ο εγκέφαλος των ηλικιωμένων όχι μόνο δεν είναι πιο «αργός» από αυτόν των νέων αλλά επί πλέον είναι και πιο «σοφός» επιτρέποντάς τους να αξιοποιούν καλύτερα τις δυνατότητές τους και να επιτυγχάνουν ανάλογες ή και καλύτερες επιδόσεις. Οι ηλικιωμένοι χρησιμοποιούσαν τον εγκέφαλό τους πιο αποτελεσματικά, επιστρατεύοντας μόνο συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που οδηγούσαν σε καλύτερες επιδόσεις, ενώ αντιδρούσαν καλύτερα και πιο ήρεμα όταν έκαναν λάθη. Επίσης, η έρευνα βρήκε ότι ο εγκέφαλος των ηλικιωμένων δεν επηρεάζεται τόσο από την κριτική και έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τον εγκέφαλο των νεότερων ατόμων. Βασικό χαρακτηριστικό της τρίτης ηλικίας είναι ότι ξέρουν να χρησιμοποιούν καλύτερα τις ικανότητές τους.

Η τρίτη ηλικία είναι η εποχή που ο άνθρωπος, έχοντας τη σοφία της ζωής, μπορεί να δει τον κόσμο με άλλα μάτια, να χαρεί και να δώσει σημασία σε απλά πράγματα που οι νέοι παραβλέπουν και που δεν έχουν ακόμη την ωριμότητα που χρειάζεται για να τα εκτιμήσουν. Είναι μια περίοδος εξίσου δημιουργική, παραγωγική και δυναμική στη ζωή των ανθρώπων, όπου  η  εμπειρία  κάνει  κάποια  πράγματα  να  φαντάζουν  πιο  εύκολα,  γιατί  το  άτομο  ξέρει  πως  να  τα  διαχειριστεί.

Η σοφία της ζωής βοηθάει το άτομο να δίνει σημασία σε απλά και λιτά πράγματα, που οι νέοι παραβλέπουν γιατί δεν έχουν ακόμη την απαραίτητη ωριμότητα για να τα εκτιμήσουν. Επίσης, τα άτομα της τρίτης ηλικίας μαθαίνουν να αποδέχονται τις συνεχείς αλλαγές στη ζωή τους και μπορούν να τα βγάζουν πέρα καλύτερα με τις συγκρούσεις, καθώς είναι πιο συναινετικοί από τους νέους που τείνουν να επιδεινώνουν τα πράγματα με την επιθετική τους στάση. Ακόμη, αναγνωρίζουν ότι οι αξίες και οι απόψεις των ατόμων διαφέρουν, άρα πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχει ανοχή και αλληλοκατανόηση, ότι η ζωή είναι γεμάτη αναπόφευκτες αβεβαιότητες, ότι η αλλαγή στα πάντα είναι νόμος και ότι πρέπει κανείς να την αποδέχεται.

Οι ηλικιωμένοι αναζητούν ευκολότερα ένα συμβιβασμό και είναι πιο πρόθυμοι να παραδεχτούν ότι υπάρχουν πράγματα που μπορεί να μην γνωρίζουν σε μια κατάσταση, μπαίνοντας πιο εύκολα στη θέση του άλλου. Πρόκειται για μια σοφία που δεν έχει να κάνει τόσο με το πόσες πληροφορίες έχει αποκτήσει κάποιος στη ζωή του, πόση τυπική μόρφωση και πόσες επαγγελματικές ικανότητες έχει. Αυτή η σοφία είναι πολύτιμη σε μια κοινωνία και μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων. Ο ηλικιωμένος διαθέτει μια ‘κοινωνική σοφία’ που ισχύει ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκει, τις γνώσεις και την εκπαίδευσή του.

Σήμερα οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας με την καθημερινή δράση τους, τη ζωτικότητά τους και την ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά, πνευματικά, πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα της εποχής μας, αποδεικνύουν ότι είναι μάχιμοι της ζωής και δημιουργικοί. Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες των παππούδων και των γιαγιάδων τους, διαπιστώνουν ότι διατηρούνται σε καλύτερη φυσική κατάσταση και νιώθουν αρκετά νέοι.

Διαπιστώνουν ότι η τρίτη ηλικία δεν σημαίνει υποχρεωτικά αρρώστιες και γήρανση, αλλά μια ακόμη περίοδο δημιουργίας και ανάπτυξης. Μια περίοδο με πολλές αληθινές χαρές, φτάνει μονάχα να καταλαβαίνουν ότι:
Το σεβασμό τον εμπνέεις και δεν τον επιβάλλεις. Το μόνο που εξουσιάζεις και μπορείς να αλλάξεις είναι ο εαυτός σου, κανένας άλλος.
Να αντιλαμβάνεσαι τις πρωτοτυπίες και τα ενδιαφέροντα των νέων. Να αποδέχεσαι τη συνυπευθυνότητά σου για το καλό και κυρίως για το κακό.

Το χθες χάθηκε. Το αύριο είναι αβέβαιο. Το σήμερα υπάρχει και μας ανήκει. Γι’ αυτό  θα  πρέπει  να  το  αξιοποιήσουμε. Και να αποδεχτούμε το βιολογικό μαρασμό και τις βιοσωματικές αλλαγές, να συμφιλιωθούμε  με το παρελθόν και την αναπόφευκτη φθορά μας  αλλά  και να ζούμε  με την  ιδέα  της  ανάγκης  ιατρικών εξετάσεων και να συμβιβαζόμαστε  με τα προβλήματα της υγείας και της ηλικίας μας.

Το να ξέρεις να γερνάς βρίσκεται στην κορυφή της σοφίας και είναι ένα από τα δυσκολότερα μέρη της τέχνης της ζωής.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Στιγματισμός και αναπηρία

Το στίγμα αποτελεί μία κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια, η οποία αφορά το κάθε τι διαφορετικό. Πώς βιώνουν τα άτομα τον στιγματισμό και τι νιώθουν; 
 

Το στίγμα αποτελεί μία κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια, η οποία αφορά το κάθε τι διαφορετικό. Πρόκειται για ένα κοινωνικό και ψυχολογικό φαινόμενο, το οποίο αποδίδει μια ανεπιθύμητη ή δυσφημιστική ιδιότητα σε ένα άτομο ή σε μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα. Το στίγμα στερεί από το άτομο το δικαίωμα της κοινωνικής αποδοχής. Το στίγμα περιλαμβάνει κοινωνική αποδοκιμασία, περιθωριοποίηση και απομόνωση του ατόμου που διαφέρει από τα υπόλοιπα άτομα. Το στίγμα οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε αναπηρία, σωματική ή ψυχική, καθορίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά. Το στίγμα είναι ένα χαρακτηριστικό που απαξιώνει σε μεγάλο βαθμό ένα άτομο, μειώνοντας το και ξεχωρίζοντας αυτό από ένα σύνολο ατόμων που φέρει παρόμοια, συνηθισμένα χαρακτηριστικά.

Η κοινωνία αισθάνεται αμηχανία σε ότι είναι διαφορετικό από αυτά που έχει συνηθίσει. Τα άτομα αισθάνονται άβολα, ενώ δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν, όταν έρχονται αντιμέτωπα με κάτι που δεν έχουν συνηθίσει. Κάθε τι άγνωστο μας φοβίζει και προτιμούμε να το απομακρύνουμε από κοντά μας. Η στάση που διαμορφώνει η κοινωνία απέναντι στα άτομα με αναπηρία εξαρτώνται από την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση του θέματος. Το στίγμα συνδέεται με απόδοση χαρακτηρισμών, με στερεότυπα, με διακρίσεις και απώλεια της κοινωνικής θέσης.

Ένα βασικό ερώτημα είναι αν το στίγμα έχει θετικά οφέλη. Η απάντηση με βάση τις έρευνες είναι ναι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προτιμά κάποιος να είναι στιγματισμένος ώστε να αποκομίσει αυτά τα θετικά οφέλη. Τα οφέλη για τα στιγματισμένα άτομα είναι η νομιμοποίηση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, η απαλλαγή από τους πρέποντες κοινωνικούς κανόνες και τις υποχρεώσεις και η παροχή διαπροσωπικών και κοινωνικών ευκαιριών.

Το στίγμα σημαίνει αποστροφή, μη κοινωνική αποδεκτή και επιθυμητή διαφορετικότητα. Το στίγμα αφορά όχι μόνο το ίδιο το άτομο, αφορά και την οικογένεια του ατόμου. Το στίγμα οδηγεί σε υποτίμηση, και συμβαίνει μόνο κατά την διαπροσωπική επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Επηρεάζει την ποιότητα της ζωής και την ψυχική κατάσταση του ατόμου. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα είδος σχέσης ανάμεσα σε ένα χαρακτηριστικό και σε ένα στερεότυπο.

Όταν το άτομο γεννιέται με κάποιο πρόβλημα, τότε όλη η κοινωνικοποίησή του πραγματοποιείται με βάση τη δεδομένη κατάσταση. Και με βάση τις δεξιότητες και τις ικανότητες που μπορεί να αναπτύξει διαμορφώνεται και η ταυτότητα του ατόμου. Το άτομο θα πρέπει να διαχειριστεί την πίεση που νιώθει από τις κοινωνικές συγκρούσεις. Οι συμπεριφορές διάκρισης και στιγματισμού οδηγούν σε στιγματισμό και την οικογένεια. Πολλές φορές η ίδια η οικογένεια στιγματοποιεί τον εαυτό της, νιώθει ντροπή για το ανάπηρο μέλος της. Και κάποιες οικογένειες θεωρούν ότι η καλύτερη λύση είναι η απόκρυψη του προβλήματος.

Οι μηχανισμοί που υπάρχουν και συνδέονται με τον στιγματισμό είναι η αρνητική αντιμετώπιση και η άμεση διάκριση που βιώνει το άτομο καθώς και η αυτόματη ενεργοποίηση στερεοτύπων και οι διαδικασίες απειλής της ταυτότητας. Η διάκριση επιδρά άμεσα στην κοινωνική θέση, την ψυχική ευζωία και την σωματική υγεία των στιγματισμένων. Το στίγμα επιδρά στα στιγματισμένα άτομα μέσα από τις διεργασίες της επιβεβαίωσης της προσδοκίας ή μέσα από την αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Το στίγμα απειλεί την ταυτότητα του ατόμου, ενώ εξαρτάται από τις ερμηνείες των κοινωνικών πλαισίων, των κινήτρων και των στόχων. Η προστασία της αυτοεκτίμησης συμβάλλει στη διαμόρφωση των συναισθημάτων, των πεποιθήσεων και των συμπεριφορών. Το στίγμα επηρεάζεται και από τα ατομικά χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των καταστάσεων. Τα άτομα διαφοροποιούνται ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν μία χρόνια κατάσταση στιγματισμού, ενώ οι στόχοι και τα κίνητρα των ατόμων διαμορφώνονται και με βάση τις αντιλήψεις και τον τρόπο κατανόησης των καταστάσεων.

Παρά την επιστημονική πρόοδο και την εξέλιξη στις μεθόδους αντιμετώπισης και παρεμβάσεων, οι ψυχικές ασθένειες παραμένουν συνώνυμες με το ανεξήγητο, το μυστηριώδες και το τρομακτικό, ενώ συνοδεύονται από πολλές λανθασμένες πεποιθήσεις, προκαταλήψεις, δοξασίες και μύθους.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Η δύναμη του παρελθόντος

Γιατί το άτομο μεγαλώνοντας ανατρέχει όλο και πιο συχνά στο παρελθόν και στις αναμνήσεις; Τι προσφέρει το παρελθόν στα άτομα της τρίτης ηλικίας;
 

Το παρελθόν αποτελεί πηγή αποθεμάτων για το άτομο, που έχει συσσωρεύσει πλήθος εμπειριών από όλη τη ζωή του. Μερικοί άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη ικανότητα σε σχέση με άλλους να χρησιμοποιούν το παρελθόν και τις εμπειρίες τους για να νιώθουν ικανοποίηση και πληρότητα και για να εμπλουτίζουν τα γηρατειά τους.

Όταν το άτομο νιώθει τα γηρατειά να φτάνουν αρχίζει να προβληματίζεται για τη ζωή του και την υγεία του, ενώ κλονίζεται και η αυτοπεποίθησή του. Η ανάγκη που είχε νιώσει το άτομο ως έφηβος για επιβεβαίωση απέναντι στον εαυτό και στους άλλους τώρα εμφανίζεται ξανά, αν και οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές. Κατά την είσοδο στην τρίτη ηλικία, το άτομο βρίσκεται σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την χαμένη του αυτοπεποίθηση ανατρέχοντας στο παρελθόν.
Μέσα από αυτή την επαφή με το παρελθόν του, το ηλικιωμένο άτομο προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του με τη σκέψη ότι αφού τα είχε καταφέρει στο παρελθόν θα μπορέσει και τώρα να τα καταφέρει. Σε αυτή την ηλικία το άτομο βασανίζεται και από σκέψεις σχετικά με το πόσο χρήσιμο είναι στη ζωή και στους άλλους καθώς και πόσο σεβασμό αποπνέει στους άλλους. Μέσα από τη σύγκριση με το παρελθόν μπορεί να καθησυχάσει τον εαυτό του ότι αφού του έδειχναν πάντα σεβασμό θα συνεχίσουν να του δείχνουν.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό στην τρίτη ηλικία είναι η αξιολόγηση του παρελθόντος. Το άτομο φέρνει στο μυαλό του στιγμές θριάμβου και επιτυχίας που έζησε, κατορθώματα που βίωσε, ευτυχισμένες στιγμές που έζησε… Είναι σημαντικό η διαδικασία της αξιολόγησης να είναι ικανοποιητική και να γεμίζει το άτομο, καθώς έτσι θα μπορέσει και τώρα στην τρίτη ηλικία να νιώσει ανανεωμένη την πίστη του και να αντλήσει δύναμη σχετικά με τις ικανότητές του.

Ωστόσο, η αξιολόγηση δεν έχει πάντα ικανοποιητικά αποτελέσματα, καθώς το άτομο μπορεί να ξαναβιώσει στο μυαλό του στιγμές αποτυχίας, λύπες και περιορισμούς. Και τι γίνεται όταν τα αρνητικά βιώματα και οι αρνητικές εμπειρίες και αναμνήσεις είναι περισσότερες από τις θετικές; Τότε το άτομο παραμένει απαρηγόρητο και χαμένο μέσα στην αποτυχημένη του ζωή. Νιώθει ότι τίποτα δεν κατάφερε μέχρι σήμερα και πλέον τα πάντα έχουν χαθεί. Τα κίνητρα και η εμπιστοσύνη που χρειαζόταν για να συνεχίσει τη ζωή του σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να τα αντλήσει από το παρελθόν, με αποτέλεσμα το παρόν να γίνεται βαρύ και ανυπόφορο και το μέλλον να μοιάζει αβέβαιο και δύσκολο.

Επίσης, το άτομο διανύοντας πλέον την τρίτη ηλικία μπορεί να έρθει αντιμέτωπο με ταπεινωτικές και απογοητευτικές εμπειρίες, που μπορεί να το πείσουν ότι δεν μπορεί πλέον να προσφέρει τίποτα και ότι το μόνο που κάνει είναι να αποτελεί βάρος στους άλλους. Οι άλλοι κάποιες φορές γίνονται προσβλητικοί με τα άτομα της τρίτης ηλικίας και μιλούν απαξιωτικά για αυτά, με αποτέλεσμα τα ίδια να εισπράττουν την απόρριψη και να περιθωριοποιούνται.


Διατηρώντας ζωντανό το παρελθόν
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους το άτομο μπορεί να διατηρήσει το παρελθόν ζωντανό και να αντλεί δύναμη ή και ζωή μέσα από αυτό. Το κάθε άτομο επιλέγει τους τρόπους που επιθυμεί το ίδιο για να διατηρήσει κάτι σημαντικό που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Η διατήρηση ζωντανού στη μνήμη κάποιου προσώπου μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, ενώ κάποια άτομα διαιωνίζουν το παρελθόν μέσα από τον τρόπο που μιλάνε ή τα ρούχα που φοράνε. Οι πράξεις του ατόμου μπορεί να είναι τόσο φανερές που να προκαλούν την περιέργεια και το χλευασμό των άλλων ή τόσο καλυμμένες που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν το βαθύτερο νόημά τους.

Η διαιώνιση του παρελθόντος ή η προσκόλληση στο παρελθόν δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη αδυναμίας ή παθολογίας. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το ρόλο της διαιώνισης του παρελθόντος μέσα στη συνολική κατάσταση της ζωής του ατόμου. Επίσης, ένα βασικό κριτήριο είναι να δούμε κατά πόσο το παρελθόν επηρεάζει το παρόν του ατόμου και το κάνει δυσλειτουργικό μέσα στην καθημερινότητά του. Το κάθε άτομο επιλέγει να κρατήσει για πάντα μαζί του κάποιες έντονες και σημαντικές αναμνήσεις, που μπορεί να γίνουν ακόμη πιο έντονες ή και απαραίτητες, όταν το άτομο βρίσκεται πλέον στην τρίτη ηλικία. Δεν θα πρέπει να καταδικάζουμε ή να αποδοκιμάζουμε τέτοιες πρακτικές. Είναι καλύτερο να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνουν για το ίδιο το άτομο.


Η σημασία της επανάληψης
Κάποια άτομα στην τρίτη ηλικία εμφανίζουν μια τάση να αφηγούνται συνεχώς τα ίδια πράγματα και τις ίδιες ιστορίες από τη ζωή τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απομονώνονται κάποιες φορές από τους άλλους, να βιώνουν απόρριψη και να γίνονται κουραστικοί στους άλλους. Αυτό είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα παράπονα των ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι δεν τους αρέσει να κάνουν παρέα με άτομα της τρίτης ηλικίας.
Ωστόσο, πριν βιαστούμε να σχολιάσουμε αρνητικά αυτή την αγαπημένη συνήθεια των ηλικιωμένων ατόμων ας σκεφτούμε τι σημαίνει άραγε για τους ίδιους; Γιατί το κάνουν;
Ένας βασικός λόγος που οι ηλικιωμένοι νιώθουν συχνά την ανάγκη να καταφεύγουν στην αναπαραγωγή σκηνών του παρελθόντος είναι η προσπάθειά τους να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν. Πρόκειται για μια λειτουργία ενοποίησης, σύνδεσης, που βοηθάει το άτομο να χρησιμοποιήσει έναν πυρήνα γύρω από τον οποίο θα οργανώσει τον εαυτό του. Επίσης, αυτή η αναπόληση του παρελθόντος οφείλεται και στην ανάγκη για αξιολόγηση του παρελθόντος που νιώθει το άτομο.
Ωστόσο, η συνεχής αναπαραγωγή του παρελθόντος μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ή η αιτία της κοινωνικής απομόνωσης. Σε ένα στερητικό, ξένο και αφιλόξενο περιβάλλον, το ηλικιωμένο άτομο μπορεί να ανατρέχει στο προσωπικό ρεπερτόριο των αναμνήσεών του για να νιώσει ασφάλεια ή για να αντλήσει ικανοποίηση.

Η επανάληψη γεγονότων του παρελθόντος συνήθως δεν καθορίζεται χρονικά, καθώς το άτομο επιλέγει αναμνήσεις και γεγονότα από διάφορες περιόδους της ζωής του. Αυτή η επανάληψη είναι προβληματική όταν το παρελθόν αρχίζει να επισκιάζει και να καλύπτει το παρόν και το μέλλον. Όταν το άτομο ζει πλέον μόνο μέσα από τις αναμνήσεις του παρελθόντος σταματά ουσιαστικά να ζει, να αποκτά νέες εμπειρίες, που είναι μια ανάγκη των ανθρώπων σε όλες τις ηλικίες.

Η περιστασιακή επανάληψη αναμνήσεων και συμβάντων του παρελθόντος προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά για τα άτομα της τρίτης ηλικίας. Εμφανίζεται συνήθως, όταν το περιβάλλον προσφέρει ελάχιστη ανθρώπινη φροντίδα και όταν η νοητική λειτουργία είναι κάπως εξασθενημένη. Μια μέτρια αφοσίωση στην επανάληψη είναι προειδοποιητική για την ανάγκη του ηλικιωμένου ατόμου να προσλάβει περισσότερα ερεθίσματα και να έχει μεγαλύτερη συμμετοχή στη ζωή. Το άτομο που δείχνει να ζει μόνιμα στο παρελθόν, μπορεί να υποφέρει από κάποια πάθηση, ή να έχει δυσκολία στην αντιμετώπιση του μέλλοντος ή και τα δύο.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Προβλήματα συμπεριφοράς στην εφηβεία

Το ψέμα, η κλοπή και η φυγή... ως συμπεριφορές των εφήβων. Πόσο πρέπει να μας ανησυχήσουν και πως αντιδρούμε;
 
Το ψέμα
Στην εφηβεία συναντάμε όλους τους τύπους ψέματος που τα παιδιά έλεγαν στην παιδική ηλικία. Πολύ συχνά το ψέμα μπορεί να είναι για τον έφηβο ένα μέσο να διαφυλάξει τον εσωτερικό του κόσμο. Επίσης, μπορεί να είναι ένας τρόπος για να κρατά μακριά τους γονείς από δραστηριότητες ή σχέσεις που ο ίδιος κρίνει προσωπικές. Ακόμη, το χρησιμοποιεί για να αποφύγει συνέπειες ή παρατηρήσεις όταν γνωρίζει ότι έχει κάνει κάτι με το οποίο οι γονείς δε συμφωνούν. Τα προβλήματα επέρχονται όταν ο έφηβος καταφεύγει συστηματικά στο ψέμα και πλέον δε γνωρίζουμε πότε λέει αλήθεια.
Είναι σημαντικό να συζητήσουμε με τον έφηβο και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί υιοθετεί αυτή τη συμπεριφορά. Είναι καλό να τον αφήσουμε να εκφράσει αυτά που σκέφτεται, ακόμη και αν δεν συμφωνούμε, να αναρωτηθούμε για την επικοινωνία που έχουμε μαζί του, μήπως το παιδί νιώθει ότι δεν το αγαπάμε ή ότι δεν το αποδεχόμαστε; Είναι σημαντικό να του διαβεβαιώσουμε ότι το αγαπάμε, ενώ δεν πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε επιθετικά, ακόμη και αν ο ίδιος είναι επιθετικός. Πρέπει να σκεφτόμαστε ότι πίσω από τη συμπεριφορά που εκδηλώνει ο έφηβος κρύβεται κάτι άλλο.

Η κλοπή
Οι γονείς νιώθουν ταραχή κα αγωνία όταν διαπιστώσουν ότι το παιδί τους έχει εκδηλώσει τη συμπεριφορά της κλοπής μια ή περισσότερες φορές. Αρχικά θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι τα αίτια που οδήγησαν τον έφηβο στην κλοπή; Τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν έναν έφηβο στην κλοπή είναι πολλά. Η πιο σπάνια περίπτωση είναι να πρόκειται για κλεπτομανία, που είναι μια παθολογική κατάσταση. Όσον αφορά τα αίτια στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να είναι η μεγάλη αυστηρότητα των γονιών που προκαλεί τον έφηβο να επαναστατήσει με κλοπές ή η πολύ χαλαρή επίβλεψη των γονιών και η αδυναμία τους να προσδιορίσουν τις συνέπειες της κάθε πράξης, η υπέρμετρη στέρηση, νιώθουν ότι κλέβουν από ανάγκη να αποκτήσουν κάτι που επιθυμούν, η ‘κακή στιγμή’, όπου το παιδί νιώθει ότι βιώνει πολλές πιέσεις, στεναχώριες, άγχη και κακές συμπτώσεις, με αποτέλεσμα να αντιδρά καταφεύγοντας στην κλοπή. Ακόμη, ο έφηβος μπορεί να νιώθει απομονωμένος, να αναζητά παρέες στις οποίες θα γίνει αποδεκτός και να καταφεύγει σε παραβατικές συμπεριφορές.
Όταν παρατηρούμε τέτοιου είδους συμπεριφορές στον έφηβο είναι καλό να συζητήσουμε με τον παιδί για την πράξη αυτή, να το αφήσουμε να εκφράσει τα συναισθήματά του, να αναζητήσουμε μαζί τα αίτια που το οδήγησαν στην συμπεριφορά αυτή, να δούμε κατά πόσο κατανοεί την βαρύτητα της πράξης του και να του αναφέρουμε τις λογικές συνέπειες για την κλοπή που διέπραξε. Μετά από ένα συμβάν κλοπής δεν πρέπει να υποψιαζόμαστε τον έφηβο όλη την ώρα, ούτε να του δώσουμε την ετικέτα του κλέφτη. Πρέπει να εξηγήσουμε στον έφηβο ότι τα αγαθά είναι σημαντικό να τα αποκτάμε με τον κόπο μας και τα κερδίζουμε δικαιωματικά, ενώ αυτό μας προσφέρει και ικανοποίηση. Έτσι μπορούμε να απολαμβάνουμε το σεβασμό και την εκτίμηση των άλλων, ενώ η συμπεριφορά της κλοπής προκαλεί το θαυμασμό μόνο σε ένα μικρό ποσοστό ατόμων, στους παραβάτες, όμως το τίμημα είναι μεγάλο γιατί αυτή η συμπεριφορά μας αποξενώνει από το σύνολο. Όταν κρίνεται αναγκαίο προσπαθούμε να απομακρύνουμε το παιδί από τις παρέες με αρνητική επιρροή. Είναι σημαντικό να επιβλέπουμε το παιδί με διακριτικότητα όσο περισσότερο μπορούμε.

Η φυγή
Κάποιοι έφηβοι εγκαταλείπουν την οικογενειακή κατοικία συνήθως ύστερα από κάποια σύγκρουση χωρίς προειδοποίηση και εξαφανίζονται για κάποιες ώρες ή και μέρες χωρίς να δώσουν νέα τους. αυτό το φαινόμενο αφορά άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Συνήθως, ο έφηβος δεν προετοιμάζει τη φυγή του από το σπίτι και είναι ή νιώθει μοναχικός. Ο έφηβος όταν επιλέγει τη φυγή βιώνει μια διπλή επιθυμία: από τη μια μεριά να ανακαλύψει τον κόσμο αναχωρώντας για περιπέτειες, και από την άλλη να ξεφύγει από κάποια προβλήματα, όπως τις συγκρούσεις με τους γονείς του, τις δυσκολίες, το σχολείο, τους γονείς. Τα παιδιά που φεύγουν είναι ευαίσθητα, ανώριμα και ανασφαλή.
Η φυγή αποτελεί μια μορφή συναγερμού και ένα μέσο να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του περιβάλλοντός του, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι και ο ίδιος ο έφηβος δεν υποφέρει. Η επιθετική και προκλητική διάσταση της φυγής συνδέεται πραγματικά με μια έντονη εσωτερική σύγκρουση και αγωνία που του είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει και να επιλύσει με άλλο τρόπο εκτός της φυγής. Το 80% των εφήβων που φεύγουν από το σπίτι επιστρέφουν μέσα σε 48 ώρες. Όταν ο έφηβος γυρίσει στο σπίτι υποδεχτείτε τον ευγενικά χωρίς δραματικές σκηνές, αλλά και χωρίς να αγνοήσετε την πράξη του. Προσπαθήστε να καταλάβετε τι τον οδήγησε σε αυτή την πράξη και συζητήστε μαζί του (μπορεί να ένιωσε πίεση οικογενειακή, ενοχές ύστερα από άσχημους βαθμούς, κ.α.). Είναι σημαντικό αυτή η συζήτηση να κυλήσει ήρεμα και ζεστά, με την παρουσία και των δύο γονιών. Βεβαιώστε τον ότι μπορεί πάντα να σας εμπιστεύεται. Αποφεύγεται να τον κάνετε να νιώθει ενοχές. Εξηγήστε του ότι ανησυχήσατε και ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να δείξει τη δυσαρέσκειά του πέρα από τη φυγή.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Η σιωπή...

Τι σημαίνει η σιωπή; Διακοπή της επικοινωνίας ή απλά μέρος της επικοινωνίας μας με τους άλλους;
 
Η σιωπή δε σημαίνει άρνηση της επικοινωνίας, αν και είναι συνδεδεμένη με αρνητικά κυρίως στοιχεία στο μυαλό μας, καθώς όλοι την συνδέουμε με τιμωρία (στα παιδιά επιβάλλουμε συχνά τη σιωπή ως τιμωρία) ή με έλλειψη επικοινωνίας. Η σιωπή μας δίνει την ευκαιρία να αναγνωρίσουμε τις πτυχές εκείνες του εαυτού μας που έχουν την ικανότητα να μας μεταμορφώσουν. Σιωπώντας δίνουμε στον εαυτό μας και στον άλλο την ευκαιρία να σκεφτούμε, να στραφούμε στο εσωτερικό του εαυτού μας ή και να έρθουμε αντιμέτωποι με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Πολλές φορές μας φοβίζει η σιωπή γιατί νιώθουμε ή έχουμε μάθει ότι συνέχεια θα πρέπει κάτι να πούμε στον άλλο, θα πρέπει να καλύψουμε κάθε κενό, γιατί δεν είναι καλό να υπάρχουν μεγάλες παύσεις. Κάποιες φορές μας φοβίζουν, ακόμη και μας τρομάζουν, τα κενά, κυρίως όταν θέλουμε να μην αρχίσουν συζητήσεις που δεν επιθυμούμε, ή δεν θέλουμε να φανούμε λίγοι απέναντι στους άλλους, ή δεν θέλουμε να δώσουμε χρόνο στον άλλο να σκεφτεί. Με τη σιωπή, όμως, μπορούμε να δώσουμε μία απάντηση, να διαπραγματευτούμε ένα θέμα, ή να αφήσουμε στην άκρη μια σύγκρουση, καθώς η σιωπή στηρίζεται στην μη λεκτική επικοινωνία και έχει ‘φωνή’, είναι ένας νέος τρόπος απάντησης. Η σιωπή μπορεί να είναι περιφρονητική, μπορεί όμως και να είναι θετική, βοηθητική και χρήσιμη.

Τα άτομα που ξέρουν να συζητούν και να επικοινωνούν ξέρουν και να σιωπούν, όταν πρέπει, όταν τα ίδια κρίνουν ότι δεν πρέπει να μιλήσουν. Έτσι, δεν λένε αυτά που δεν πρέπει να πουν, χωρίς αυτό να το εκλαμβάνουν ως πίεση του εαυτού τους. Κάποιες σιωπές είναι πολύ σημαντικές. Η σιωπή είναι κάτι παραπάνω από αρετή, είναι υποχρέωση των ατόμων στα πλαίσια της επικοινωνίας, είναι μέρος της αλληλεπίδρασης. Η σιωπή αφορά την απουσία λόγου, αλλά περιλαμβάνει μια ανταλλαγή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο της επικοινωνίας, αρκεί να τη χρησιμοποιούμε σωστά και με μέτρο.

Ας σταματήσουμε να έχουμε στο μυαλό μας ότι επικοινωνία είναι να μιλάμε ασταμάτητα. Η σιωπή μας επιτρέπει να δώσουμε χρόνο και στον άλλο να μιλήσει, να αφήσουμε τον άλλο να ολοκληρώσει τη σκέψη του, ενώ επιτρέπει και σε εμάς να σκεφτούμε, δίνει χρόνο και χώρο στον άλλο να εκφράσει ιδέες ή συναισθήματα, αφήνει χώρο στον άλλο να μοιραστεί και πράγματα που θέλει και ίσως διστάζει. Ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται διαφορετικό χρονικό διάστημα για να μπορέσει να αντιδράσει, να απαντήσει ή να επεξεργαστεί κάτι που του λένε.

Η σιωπή έχοντας θετικές και αρνητικές όψεις,  μπορεί να εκφράζει διαφωνία, συμβιβασμό, αποδοχή, εχθρότητα, φόβο, σεβασμό, περισυλλογή, συμπάθεια, χώρο και χρόνο για τον άλλο. Δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι σιωπώ σημαίνει απαραίτητα ότι αποδέχομαι, συμφωνώ ή είμαι ένοχος για κάτι, ούτε σημαίνει ότι αδιαφορώ ή περιφρονώ τον άλλο. Σιωπώ μπορεί απλά να σημαίνει ότι θέλω χρόνο να σκεφτώ, ότι δίνω σε εσένα χρόνο να σκεφτείς όσα μου έχεις πει μέχρι τώρα, ότι «διαφωνώ, αλλά φοβάμαι να σου το πω», «έχω μια άλλη ιδέα, αλλά αμφιβάλλω αν θα την ακούσεις», «δεν έχω ιδέα για ποιο θέμα μου μιλάς, αλλά ντρέπομαι να σε ρωτήσω», «είμαι τόσο στεναχωρημένος ή απογοητευμένος που δεν θέλω ούτε να μιλήσω», «δεν με ενδιαφέρει αρκετά για να ασχοληθώ περισσότερο», «θέλω να αντιδράσω, αλλά διστάζω», «χρειάζομαι χρόνο να το σκεφτώ πριν μιλήσω».  Απενοχοποιώντας την έννοια της ‘σιωπής’ θα μπορούσαμε να τη βάλουμε περισσότερο στη ζωή μας,  κάνοντας πιο αποτελεσματική την επικοινωνία μας με τους γύρω μας.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Στερεότυπα για την κακοποίηση της συζύγου

Ποια είναι τα κυρίαρχα στερεότυπα για την κακοποίηση της συζύγου και γιατί είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουν ακόμη και στις μέρες μας;
 

Η κακοποίηση της συζύγου είναι ένα θέμα γύρω από το οποίο έχουν δημιουργηθεί στερεότυπα και μύθοι, που διαιωνίζονται μέσα στο χρόνο και ενισχύουν λανθασμένες απόψεις που υποβαθμίζουν και ενοχοποιούν κυρίως το θύμα.

Η ενδοοικογενειακή βία, γενικότερα, είναι ένα θέμα το οποίο η κάθε οικογένεια που το αντιμετωπίζει προσπαθεί να το κρατήσει καλά φυλαγμένο μέσα στους τοίχους του σπιτιού της. Η μυστικοπάθεια που αναπτύσσεται γύρω από το φαινόμενο αυτό οδηγεί στη δημιουργία μύθων και στερεοτύπων σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία. Η μη επαρκή γνώση σχετικά με το φαινόμενο της βίας μέσα στην οικογένεια είναι αυτή που οδηγεί στην ανάπτυξη μύθων, οι οποίοι λειτουργούν ως ένα είδος προστασίας για τους ανθρώπους, μειώνοντας τους φόβους του κάθε ανθρώπου να νιώσει ευπαθής απέναντι στη βία και ότι μπορεί να γίνει ο ίδιος θύμα ή μάρτυρας ενδοοικογενειακής βίας ή ακόμη και να είναι ο ίδιος ο δράστης. Για κάθε γεγονός που θεωρείται αποδοκιμαστέο και κατακριτέο, οι άνθρωποι τείνουν να θεωρούν ότι τέτοιου είδους γεγονότα συμβαίνουν μόνο στους άλλους ανθρώπους και πιο συγκεκριμένα σε άλλα είδη ανθρώπων.

Στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της σεξουαλικής βίας υποστηρίζουν ότι η βία είναι σχετικά σπάνια, λαμβάνει χώρα κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις και κατευθύνεται σε συγκεκριμένους τύπους γυναικών από συγκεκριμένους τύπους ανδρών. Αυτά τα στερεότυπα υπονοούν ότι είναι εύκολο να διακρίνουμε τι είναι και τι δεν είναι σεξουαλική βία. Το γεγονός ότι ο βιασμός στερεοτυπικά ορίζεται ως μια σπάνια εμπειρία που συμβαίνει ανάμεσα σε μια γυναίκα και σε έναν άγνωστο άνδρα, πολλές γυναίκες που επαναλαμβανόμενα πιέζονται να κάνουν σεξ με τον άνδρα με τον οποίο έχουν σχέση δυσκολεύονται να ορίσουν την εμπειρία τους ως βιασμό. Τα στερεότυπα της ενδοοικογενειακής βίας εστιάζουν σε κοινωνικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Οι κακοποιημένες σύζυγοι παρουσιάζονται ως φτωχές, αδύναμες, καταπιεσμένες και ως γκρινιάρες γυναίκες που αξίζουν τα χτυπήματα που δέχονται. Γενικότερα, οι γυναίκες θεωρούνται ότι εξαιτίας των παραδοσιακών τους χαρακτηριστικών, είναι από τη φύση τους θύματα, ή καλύτερα γεννημένες να γίνουν θύματα. Τα στερεότυπα για τους δράστες εστιάζονται στην επιθετική προσωπικότητα ή στη χρήση αλκοόλ.

Ισχυροί μύθοι που αφορούν πλευρές της ανδρικής βίας κατά των γυναικών έχουν αναπτυχθεί και ανακατασκευάζονται σε πολλές κοινωνίες. Τέτοιοι μύθοι συχνά είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν. Τα στερεότυπα έχουν βαθιές ρίζες μέσα στο μυαλό του κάθε ατόμου που ζει σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, που είναι πολύ δύσκολο το άτομο να αλλάξει την πεποίθησή του για το αντικείμενο που είναι στόχος των στερεοτύπων. Το άτομο θα αποδώσει χαρακτηριστικά στο στόχο του με βάση το στερεότυπο που ήδη υπάρχει διαμορφωμένο στο μυαλό του. Τα στερεότυπα και οι μηχανισμοί άμυνας οδηγούν τα περισσότερα άτομα να πιστεύουν ότι η βία συνδέεται με τις χαμηλότερες τάξεις, την έλλειψη εκπαίδευσης, και τα φτωχά κοινωνικοποιημένα τμήματα της κοινωνίας.

Στερεότυπα για την κακοποιημένη γυναίκα
Πιο αναλυτικά, τα στερεότυπα για την κακοποίηση της συζύγου αφορούν τη μαζοχιστική φύση των γυναικών. Οι κακοποιημένες γυναίκες θεωρούνται μαζοχίστριες, ότι δηλαδή απολαμβάνουν την κακοποίηση από το σύζυγό τους, καθώς και ότι έχουν μια κρυφή επιθυμία να πληγωθούν και να πονέσουν μέσα από την κακοποίηση. Οι γυναίκες θεωρείται ότι εισπράττουν ικανοποίηση, ευχαρίστηση και ηδονή από την εμπειρία της κακοποίησης. Το στερεότυπο αυτό είναι πολύ διαδεδομένο, που οδηγεί και πολλές κακοποιημένες γυναίκες να αναρωτιούνται αν πραγματικά είναι μαζοχίστριες. Ένα ακόμη στερεότυπο είναι ότι οι κακοποιημένες γυναίκες αξίζουν να κακοποιούνται, καθώς οι ίδιες είναι αυτές που προκαλούν την κακοποίηση, εξοργίζοντας έντονα τους άνδρες τους, κάνοντάς τους να χάνουν τον έλεγχο τους και φτάνοντας στην κακοποίηση. Το στερεότυπο που προκύπτει από αυτό είναι ότι οι γυναίκες επιζητούν την κακοποίηση. Σύμφωνα με το στερεότυπο αυτό, το πρόβλημα της κακοποίησης αφορά μόνο συγκεκριμένους τύπους γυναικών, οι οποίες προκαλούν την κακοποίηση. Το στερεότυπο αυτό ενοχοποιεί τις γυναίκες για τα επεισόδια βίας και στηρίζει αυτή την κριτική στο επιχείρημα ότι οι κακοποιημένες γυναίκες δεν εγκαταλείπουν το σύζυγό τους, αν και είναι βίαιος.

Κοινωνικά στερεότυπα για την κακοποιημένη γυναίκα και το δράστη
Στερεότυπα υπάρχουν και για την κοινωνική κατάσταση των κακοποιημένων γυναικών και των δραστών. Θεωρείται ότι οι γυναίκες της μεσαίας κοινωνικής τάξης δεν εμφανίζουν τα ίδια ποσοστά κακοποίησης με τις γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα φαινόμενο που λαμβάνει χώρα κυρίως στις φτωχές γειτονιές, καθώς και ότι οι φτωχοί άνθρωποι είναι πιο βίαιοι από τους υπόλοιπους. Ακόμη, υπάρχει το στερεότυπο ότι οι γυναίκες από ομάδες μειονοτήτων κακοποιούνται συχνότερα. Επιπλέον, γυναίκες που δεν έχουν μόρφωση ή επαγγελματικές γνώσεις θεωρούνται ότι είναι πιο συχνά θύματα κακοποίησης από το σύζυγό τους. Ένα ακόμη στερεότυπο είναι ότι η κακοποίηση οφείλεται στα αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των γυναικών. Κυρίως, ότι οι γυναίκες έχουν ψυχολογικά προβλήματα, γεγονός που οδηγεί τους συζύγους τους να χάνουν τον έλεγχο και να τις κακοποιούν.

Στερεότυπα για το δράστη
Όσον αφορά το δράστη, τα στερεότυπα είναι τα εξής: Οι σύζυγοι που κακοποιούν τις γυναίκες τους είναι αποτυχημένοι στην επαγγελματική τους ζωή κι αυτό τους οδηγεί στην αίσθηση ότι δεν είναι αρκετά ικανοί και καταφεύγουν στη βία κατά των γυναικών τους για να εξαλείψουν αυτή την αίσθηση ανικανότητας που νιώθουν. Ακόμη, οι δράστες είναι άτομα με ψυχολογικά προβλήματα (αντικοινωνικές και ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες), άτομα που λόγω μιας ψυχικής ασθένειας δεν μπορούν να ελέγξουν τις πράξεις τους. Καθώς επίσης ότι ως παιδιά είχαν ανάλογες εμπειρίες κακοποίησης ή έγιναν μάρτυρες κακοποίησης μέσα στην οικογένειά τους κατά την παιδική ηλικία, μεγάλωσαν δηλαδή σε κακοποιημένα σπίτια. Τα κακοποιημένα παιδιά θεωρείται ότι γίνονται ενήλικες που κακοποιούν.

Το αλκοόλ και τα ναρκωτικά θεωρούνται μια αιτία πρόκλησης βίας κατά της συζύγου. Η υπερκατανάλωση αλκοόλ είτε από τη γυναίκα είτε από το δράστη θεωρείται ότι οδηγεί στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Η κατάχρηση αλκοόλ μπορεί να μην αποτελεί τη ρίζα της οικογενειακής βίας, αλλά να λειτουργεί ως μια δικαιολογία ή εξήγηση της κακοποίησης, επιτρέποντας έτσι το ζευγάρι να συνεχίσει να ζει με τη ψευδαίσθηση ότι ο γάμος του είναι υγιής και το αλκοόλ ήταν αυτό που οδήγησε στην εκδήλωση ενός βίαιου επεισοδίου.

Όσον αφορά την αγάπη, υπάρχει το στερεότυπο ότι κακοποίηση και αγάπη δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Σύμφωνα με αυτό το στερεότυπο, η αγάπη και η βία είναι δύο εντελώς αντίθετες καταστάσεις και η παρουσία της μίας φαίνεται να οδηγεί στην απουσία της άλλης. Θεωρείται, λοιπόν, ότι οι άνδρες που κακοποιούν τις συζύγους τους δεν τις αγαπούν και δεν τρέφουν θετικά αισθήματα προς αυτές. Ακόμη, ένα άλλο στερεότυπο υποστηρίζει ότι οι δράστες είναι βίαιοι σε όλες τους τις σχέσεις, εκτός από τις συζύγους τους κακοποιούν και τα παιδιά τους, καθώς και ότι ένας δράστης είναι πάντα δράστης, αφού μια βίαιη συμπεριφορά και ένα επεισόδιο κακοποίησης συνήθως επαναλαμβάνεται. Το τελευταίο στερεότυπο συμφωνεί και με ένα άλλο στερεότυπο, που αναφέρει ότι η κακοποιημένη γυναίκα θα είναι σε όλη της τη ζωή κακοποιημένη.

Κάποια άλλα στερεότυπα για την κακοποίηση της συζύγου αναφέρουν ότι οι μακροχρόνιες σχέσεις κακοποίησης μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο, οι κακοποιημένες γυναίκες μπορούν να αφήσουν το σπίτι τους όποτε θέλουν, στερεότυπο που οδηγεί στο στερεότυπο ότι αν η κακοποίηση ήταν τόσο κακή, οι κακοποιημένες γυναίκες θα έφευγαν από αυτή τη σχέση. Επίσης, υπάρχει το στερεότυπο ότι οι κακοποιημένες γυναίκες πρέπει να παραμένουν σε μια βίαιη σχέση για το καλό των παιδιών τους, καθώς αυτά έχουν την ανάγκη του πατέρα τους, όσο βίαιος κι αν είναι. Ένα άλλο στερεότυπο υποστηρίζει ότι οι σύζυγοι εκδηλώνουν βίαιες συμπεριφορές μετά το γάμο τους, συνήθως στις προγαμιαίες σχέσεις οι δράστες δεν φανερώνουν τη βιαιότητά τους.

Όλα τα παραπάνω είναι ισχυρά εδραιωμένες πεποιθήσεις μέσα στην κοινωνία, που μας έρχονται εύκολα στο μυαλό όταν ακούμε για ένα θέμα ενδοοικογενειακής βίας της συζύγου. Ποιος από εμάς κάποιες φορές δεν σκέφτηκε ότι η γυναίκα ίσως προκάλεσε τον άνδρα της και πόσες φορές δεν έχουμε προσπαθήσει να βρούμε σε τι φταίει η ίδια;

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Αισιοδοξία...

Πόσο σημαντικό είναι να είμαστε αισιόδοξοι; Μπορεί να μην είναι η κατάλληλη περίοδος, αλλά μήπως μπορούμε να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις γύρω μας;

Τα θετικά συναισθήματα φαίνεται πως μπορούν να οδηγήσουν το άτομο στην κατάκτηση της ψυχικής ευημερίας και στην προσωπική βελτίωση, ενώ παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας, της προσωπικής ανάπτυξης και βελτίωσης. Τα άτομα θα πρέπει να καλλιεργούν τα θετικά συναισθήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους και να στοχεύουν στην πραγματοποίηση αλλαγών στη δική τους ζωή και στη ζωή των γύρω τους, καθώς και στον τρόπο που βλέπουν, αντιμετωπίζουν και ερμηνεύουν τις διάφορες καταστάσεις. Η έλλειψη θετικών συναισθημάτων οδηγεί το άτομο σε αποσυντονισμό, σε απώλεια της ελευθερίας της συμπεριφοράς του και σε απαισιόδοξες προβλέψεις. Το άτομο μόνο μέσα από την βίωση πλούσιων θετικών συναισθημάτων με συστηματικό τρόπο μπορεί να εξασφαλίσει δημιουργικότητα, ανθεκτικότητα, ωριμότητα, ανθρώπινη δύναμη και υγεία.

Η έννοια της αισιοδοξίας αναφέρεται στην προσδοκία του ατόμου ότι τα πράγματα στη ζωή του θα εξελιχθούν θετικά. Πρόκειται για θετικές προσδοκίες του ατόμου σχετικά με διάφορα συμβάντα της ζωής του. Όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, τα συναισθήματα που βιώνουν ποικίλουν από τον ενθουσιασμό και τον ζήλο μέχρι το θυμό, το άγχος και την κατάθλιψη. Η αισιοδοξία φαίνεται πως συμβάλλει στην ανάπτυξη της ευημερίας του ατόμου και έχει θετική επίδραση στην ψυχολογική ευημερία και ευτυχία του ατόμου. Η αισιοδοξία περιλαμβάνει και μια αρνητική πλευρά, καθώς μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στο άτομο, όταν φτάνει στα όρια της άγνοιας κινδύνων ή της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων του. Για να γίνει πιο ξεκάθαρη η έννοια της αισιοδοξίας θα πρέπει να διερευνηθούν οι πηγές της αλλά και να παρουσιαστεί η αντιδιαστολή της με την έννοια της απαισιοδοξίας.

Τα άτομα που παρουσιάζουν πιο υψηλά επίπεδα αισιοδοξίας τείνουν να εμφανίζουν πιο καλή διάθεση, επιμονή και επιτυχίας, καθώς και καλύτερα επίπεδα σωματικής υγείας. Η αισιοδοξία αναφέρεται στην πεποίθηση ότι το μέλλον θα έχει θετικά αποτελέσματα για το άτομο, ενώ οι αισιόδοξες πεποιθήσεις μπορούν να αξιολογηθούν μέσα από συγκεκριμένους τομείς του ατόμου, που είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για το ίδιο. Η αισιοδοξία συμβαδίζει και αλληλεξαρτάται από την ευτυχία. Η αισιοδοξία μπορεί να καλλιεργηθεί από το ίδιο το άτομο μαζί με την ικανότητα να διαμορφώνει υποστηρικτικές σχέσεις και την μείωση ή εξάλειψη των καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Πολλοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την αισιοδοξία, όπως είναι η κοινωνία, το οικογενειακό περιβάλλον, οι εμπειρίες και τα βιώματα του ατόμου.

Η αισιοδοξία φαίνεται πως συμβάλλει στην ανάπτυξη της ευημερίας του ατόμου και έχει θετική επίδραση στην ψυχολογική ευημερία όχι μόνο του ατόμου που αντιμετωπίζει ιατρικά προβλήματα και ασθένειες αλλά και των φροντιστών του και των ατόμων που το περιποιούνται και το φροντίζουν.
Η αισιοδοξία περιλαμβάνει και μια αρνητική πλευρά, καθώς μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στο άτομο. Συγκεκριμένα, έχει υποστηριχθεί ότι τα υψηλά επίπεδα αισιοδοξίας μπορεί να οδηγήσουν το άτομο στο να αγνοήσει μια απειλή ακόμη κι όταν είναι ήδη αργά ή μπορεί να οδηγήσουν το άτομο στο να υπερεκτιμήσει την ικανότητά του να αντιμετωπίσει κάτι, με αποτέλεσμα να μην καταλήξει στα επιθυμητά αποτελέσματα. Ωστόσο, αυτό δεν ακυρώνει τα πολλά θετικά αποτελέσματα της αισιοδοξίας στο άτομο.

Καθοριστικοί παράγοντες που σχετίζονται με την αισιοδοξία και την ευημερία του ατόμου είναι και τα κίνητρα και οι στάσεις του ατόμου. Το άτομο που θέτει στόχους στη ζωή του, που τους επιτυγχάνει νιώθει ευημερία και αισιοδοξία. Οι στόχοι που θέτει το άτομο θα πρέπει να είναι εσωτερικοί ως προς το περιεχόμενό τους και να βρίσκονται σε συμφωνία με ενδιαφέροντα, κίνητρα και αξίες.

Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα αισιοδοξίας διαχειρίζονται και αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τις αντιξοότητες και δυσκολίες στη ζωή τους σε σύγκριση με τα άτομα που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα απαισιοδοξίας. Τα αισιόδοξα άτομα τείνουν να βλέπουν τα πιο θετικά στοιχεία των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν, ενώ αναγνωρίζουν την ύπαρξη και την σημαντικότητα αυτών. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι η αισιοδοξία παραγκωνίζει ή παραγνωρίζει τα προβλήματα του ατόμου. Απλά, το άτομο τα προσεγγίζει, τα αναλύει και τα αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με το άτομο που δεν χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία. Ωστόσο, το αισιόδοξο άτομο προσαρμόζεται καλύτερα και πιο εύκολα στις αντιξοότητες της ζωής και δεν παραιτείται εύκολα από την εύρεση λύσεων για την επίλυση ενός ζητήματος.

Η αισιοδοξία βαδίζει δίπλα- δίπλα με την ευτυχία. Είναι δύσκολο ένα αισιόδοξο άτομο να μην είναι ευτυχισμένο και είναι επίσης δύσκολο να κατακτήσει το άτομο την ευτυχία αν δεν είναι ήδη αισιόδοξο. Η αισιοδοξία, που αφορά την θετική πλευρά των πραγμάτων, μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις γύρω του και να αναπτύξει ανάλογα συναισθήματα. Μέχρι ένα βαθμό η αισιοδοξία αποδίδεται σε γενετικούς παράγοντες. Ωστόσο, οι εμπειρίες του κάθε ατόμου και οι πεποιθήσεις που προσλαμβάνει από την κοινωνία παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας αισιόδοξης στάσης απέναντι στη ζωή και στα γεγονότα και τις καταστάσεις που βιώνει.

Η αισιοδοξία συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα εμπλοκής στην αντιμετώπιση και χαμηλότερα επίπεδα αποφυγής και μη εμπλοκής, ενώ αποτελεί και ένα στοιχείο που συμβάλλει στην προστασία της υγείας. Ακόμη, η αισιοδοξία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την καλύτερη σωματική και ψυχική υγεία, ενώ τα συμπεριφοριστικά πρότυπα των ατόμων με αισιοδοξία παρέχουν μοντέλα μέσα από τα οποία μπορούν οι άλλοι να μάθουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής.

Οι αισιόδοξοι χρησιμοποιούν περισσότερο την αντιμετώπιση που εστιάζει στο πρόβλημα, κυρίως σε ελεγχόμενες καταστάσεις. Επιπλέον, οι αισιόδοξοι χρησιμοποιούν μια θετική αναπλαισίωση και έχουν μια τάση να δέχονται την πραγματική διάσταση και οπτική των καταστάσεων, ενώ σχετίζονται λιγότερο με την άρνηση και την προσπάθεια να απομακρυνθούν από τα προβλήματα. Ακόμη, οι αισιόδοξοι φαίνεται γενικά πως προσεγγίζουν τα προβλήματα για να τα αντιμετωπίσουν, ενώ οι απαισιόδοξοι προτιμούν να τα αποφεύγουν. Όταν το άτομο δεν αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία μπορεί να μην χρησιμοποιεί όλους τους προαναφερόμενους τρόπους, με αποτέλεσμα να μην έχει και τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Αντιμετωπίζω με αισιοδοξία μια κατάσταση σημαίνει κατανοώ τις πραγματικές διαστάσεις της, αποδέχομαι την πραγματικότητα και την αντιμετωπίζω μέσα από μια θετική οπτική γωνία. Εστιάζω στο πως μπορώ να αντιμετωπίσω αυτή την κατάσταση άμεσα και αποτελεσματικά και στη συνέχεια αξιολογώ την κατάσταση ώστε να δω ποια είναι τα θετικά στοιχεία που μπορώ να κρατήσω. Έχουμε μάθει να βλέπουμε και να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο με συγκεκριμένους τρόπους, λιγότερο ή περισσότερο αισιόδοξους. Για να μπορέσουμε να γίνουμε πιο αισιόδοξοι θα πρέπει να βρούμε τρόπους να εστιάζουμε περισσότερο στα θετικά μιας κατάστασης, και να μην κατακλύζουμε το μυαλό μας με αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα. Ας αναγνωρίσουμε πρώτα τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, νιώθουμε και δρούμε και στη συνέχεια μπορούμε να προσπαθήσουμε να υιοθετήσουμε μια πιο θετική στάση απέναντι στα γεγονότα, στις εμπειρίες μας και στα βιώματά μας. Τα θετικά συναισθήματα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Επομένως, είμαι αισιόδοξος σημαίνει ταυτόχρονα ότι χαρακτηρίζομαι από αυτονομία, αυτοεκτίμηση, ικανότητα επάρκειας, καλή σχέση με το σώμα, πνευματικότητα, αναγνώριση της ευτυχίας.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Τυφλοκώφωση

Μια ιδιαίτερη διαταραχή, μια πολυαναπηρία που απαιτεί ειδική εκπαίδευση
 
 
Η τυφλοκώφωση είναι ένα είδος αναπηρίας που συνδυάζει δύο βασικές αναπηρίες, την τύφλωση και την κώφωση, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πρόκειται για ολική ανικανότητα του ατόμου να ακούσει και να δει. Συνήθως πρόκειται για το συνδυασμό βλαβών και μειωμένων ικανοτήτων στα δύο αυτά διαφορετικά είδη αναπηρίας. Η τυφλοκώφωση είναι μια μοναδική αναπηρία, η οποία σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύεται από πρόσθετες αναπηρίες, είτε σωματικές είτε νοητικές- γνωστικές. Ωστόσο, μόνο ένα μικρό ποσοστό των τυφλοκωφών ατόμων είναι τελείως κωφά και τελείως τυφλά.

Στα άτομα με τυφλοκώφωση ένας τομέας που προφανώς παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες είναι η επικοινωνία του ατόμου που πάσχει με τα άλλα άτομα. Ωστόσο σοβαρές είναι και οι επιπτώσεις στη συμπεριφορά του ατόμου που πάσχει αλλά κυρίως στη μάθησή του. Αρκετά σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων και ικανοτήτων του ατόμου με τυφλοκώφωση παίζει η εκπαίδευσή του, που μπορεί να γίνει μέσω της απτικής νοηματικής (χρήση της νοηματικής γλώσσας με τη βοήθεια της αφής).

Είναι μία ιδιαίτερη αναπηρία που προκαλεί έντονες δυσκολίες στο άτομο, καθώς οι δύο αισθήσεις που εμφανίζουν βλάβες αποτελούν για τον κάθε άνθρωπο τις δύο βασικές διόδους μέσα από τις οποίες προσλαμβάνει πληροφορίες για τον κόσμο γύρω του. Το άτομο για να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίο ζει δέχεται ερεθίσματα από τον κόσμο γύρω του και στη συνέχεια τα επεξεργάζεται. Όλη αυτή διαδικασία δεν μπορεί να ακολουθηθεί από το τυφλοκωφό άτομο. Ωστόσο, με προσπάθεια και ιδιαίτερη αντιμετώπιση φαίνεται ότι τα άτομα με τυφλοκώφωση μπορούν να κατακτήσουν ικανοποιητικές δεξιότητες επικοινωνίας.

Οι μέθοδοι και οι στρατηγικές που θα ακολουθηθούν στην εκπαίδευση των τυφλοκωφών θα πρέπει να διδάσκονται από άτομα ειδικά εξειδικευμένα τα οποία όμως ταυτόχρονα θα έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία για τα άτομα αυτά και ικανότητα να επικοινωνήσουν μαζί τους. Η επικοινωνία αποτελεί σημαντικό τομέα στον οποίο πρέπει να βελτιωθούν τα τυφλοκωφά άτομα, καθώς παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες, δεδομένων των προβλημάτων των δύο βασικών διόδων πρόσληψης πληροφοριών, της ακοής και της όρασης.

Ιστορικά, η τυφλοκώφωση είναι συνδεδεμένη με το όνομα της Helen Keller, γνωστή τυφλοκωφή συγγραφέας, η οποία κατάφερε να αποφοιτήσει από το Harvard και έμεινε γνωστή λόγω της ευφυΐας της και της θέλησής της για ζωή. Η διάσημη συγγραφέας γεννήθηκε στην Αλαμπάμα το 1880, με κανονική όραση και ακοή, τις οποίες έχασε όταν ήταν 19 μηνών λόγω ενός πυρετού. Ανίκανη να επικοινωνήσει, ήταν ένα δύσκολο παιδί με προβλήματα συμπεριφοράς, τα οποία όμως μειώθηκαν και άλλαξε σημαντικά όταν ξεκίνησε την εκπαίδευση. Η πρώτη της δασκάλα Ann Sullivan άρχισε να τη διδάσκει ορθογραφία μέσω των δακτύλων και την ενθάρρυνε να συνδέει την κάθε λέξη με ένα αντικείμενο, ενώ τη δίδαξε και ανάγνωση και γραφή με τη χρήση της μεθόδου Braille. Ωστόσο, η Helen Keller δεν ήταν το πρώτο τυφλοκωφό άτομο που δέχτηκε εκπαίδευση. Η Laura Bridgman ήταν η πρώτη τυφλοκωφή μαθήτρια που έμαθε να γράφει και να διαβάζει από το Ινστιτούτο Perkin.
Ακόμη και η ελάχιστη χρησιμοποίηση μιας εκ των δύο αισθήσεων, της όρασης και της ακοής, μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη διεύρυνση των εμπειριών που θα αποκομίσει το παιδί από τον κόσμο γύρω του. Βασικά χαρακτηριστικά των παιδιών με τυφλοκώφωση τα οποία χρησιμοποιούν επαρκώς την όρασή τους είναι ότι μπορούν να κινηθούν μόνα τους σε γνώριμα περιβάλλοντα, να αναγνωρίσουν γνωστά πρόσωπα, να κατανοήσουν τη νοηματική γλώσσα σε μικρή απόσταση και ίσως να διαβάσουν κείμενα με πολύ μεγάλα γράμματα. Αντίστοιχα, τα παιδιά με τυφλοκώφωση που έχουν επαρκή ακοή έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν γνώριμους ήχους, να καταλάβουν γνωστές φωνές, ή και να αναπτύξουν τα ίδια την ομιλία τους.

Εκτός από τα προβλήματα στην επικοινωνία, σημαντικές είναι και οι δυσκολίες του ατόμου με τυφλοκώφωση στους συμπεριφορικούς και συναισθηματικούς τομείς της ζωής του. Είναι σαφές ότι κυρίαρχη είναι η δυσκολία του να αποκτήσει με ευκολία πληροφορίες οι οποίες απαιτούν τη χρήση των αισθήσεων της όρασης και της ακοής.

Τα παιδιά που γεννιούνται με τυφλοκώφωση συνήθως παρουσιάζουν καθυστέρηση στο περπάτημα, στο μάσημα, στην κινητικότητα και τον προσανατολισμό τους, στην ομιλία τους κάνουν στερεότυπες κινήσεις που παραπέμπουν σε αυτιστική συμπεριφορά, χωρίς να είναι αυτιστικά, κλείνονται στον εαυτό τους όταν δεν μπορούν να προβλέψουν τη συνέχεια μιας δραστηριότητας.

Βασικός στόχος του κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος είναι να μπορέσει το τυφλοκωφό άτομο να ξεφύγει από τη μοναξιά και την απομόνωση και να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους. Με ένα κατάλληλο οργανωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης και διδασκαλίας, που θα παρέχεται από ένα ειδικά εξειδικευμένο προσωπικό φαίνεται πως το τυφλοκωφό παιδί μπορεί όχι μόνο να κατακτήσει την επικοινωνία με τους άλλους αλλά και να καταφέρει να κατακτήσει υψηλότερους εκπαιδευτικούς στόχους.

Η χρήση των νέων τεχνολογιών συμβάλλει σημαντικά στην εκπαίδευση και επικοινωνία των τυφλοκωφών ατόμων, ενώ με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, υπάρχουν ακόμη πολλές δυνατότητες για βελτίωση των συσκευών και των προγραμμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διευκόλυνση της ζωής των τυφλοκωφών.

Φαίνεται πως η τυφλοκώφωση είναι μια αναπηρία που αρχικά δεν της δόθηκε τόση προσοχή όση έπρεπε, ενώ τα τυφλοκωφά άτομα απλά θεωρούνταν καταδικασμένα να ζούνε μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά, μακριά από κάθε είδους επικοινωνία. Ωστόσο, τα σημερινά δεδομένα και η ανάπτυξη διαφόρων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε διάφορες χώρες σε όλο τον κόσμο δείχνουν ότι τα παιδιά και οι νέοι με τυφλοκώφωση μπορούν να εκπαιδευτούν και μπορούν να αναπτύξουν διόδους επικοινωνίας με τους άλλους, ακόμη και σε περιπτώσεις που και οι δύο βασικές δίοδοι επικοινωνίας, τόσο η οπτική όσο και η ακουστική, είναι τελείως εκτός λειτουργίας.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Συμβουλευτική γονέων με παιδιά με ειδικές ανάγκες

Πόσο σημαντική και βοηθητική είναι η συμβουλευτική για τους γονείς που έχουν παιδιά με ειδικές ανάγκες;
 

Η συμβουλευτική των γονέων αρχίζει από την πρώτη στιγμή που βρίσκονται σε κάποιο ειδικό για να γίνει η διάγνωση. Όταν οι ειδικοί αναφέρονται στην κατάσταση του παιδιού, ταυτόχρονα δίνουν πληροφορίες στο γονιό σχετικά με τους τρόπους που μπορούν να αντιμετωπίσουν το παιδί και την κατάστασή του, στη συγκεκριμένη περίπτωση το σύνδρομο από το οποίο πάσχει και τις πιθανές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν. Οι γονείς χρειάζονται γνώσεις, πληροφόρηση και υποστήριξη για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σε αυτή την ιδιαίτερα απαιτητική κατάσταση.

Η συμβουλευτική των γονέων μπορεί να πραγματοποιείται σε ατομικές ή ομαδικές συνεδρίες. Η συμβουλευτική προς τους γονείς είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς οι γονείς φαίνεται πως παίζουν βασικό ρόλο στις προσπάθειες για αποκατάσταση των προβλημάτων του παιδιού, ενώ θα πρέπει να βρουν τρόπους ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στη δύσκολη κατάσταση που βιώνουν και η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελεί μια χρόνια κατάσταση.

Τα αποτελέσματα ερευνών έχουν δείξει ότι η συμβουλευτική των γονέων είναι πιο ωφέλιμη και σημαντική από την άμεση θεραπεία του παιδιού. Οι γονείς θα πρέπει να είναι ενήμεροι για τις αδυναμίες του παιδιού τους, ενώ είναι ωφέλιμο το να έχουν ένα σημείο συνάντησης με άλλους γονείς (ομάδες γονέων με παιδιά με ειδικές ανάγκες), όπου ο κάθε γονέας μπορεί να εκφράσει και να μοιραστεί τα συναισθήματά του και τις στάσεις του απέναντι στο παιδί και τον εαυτό τους.

Οι γονείς χρειάζονται συμβουλευτική και υποστήριξη καθώς η διάγνωση του παιδιού τους και η καθημερινή ενασχόληση με το παιδί αποτελεί ένα βαρύ φορτίο για τους ίδιους, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους και να αντιμετωπίσουν το άγχος και το στρες που τους προκαλεί η συγκεκριμένη κατάσταση. Η διάγνωση του παιδιού με σύνδρομο Down είναι μια ιδιαίτερα στρεσογόνο κατάσταση που οδηγεί τους γονείς στην βίωση έντονου άγχους και στρες.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως οι γονείς μπορούν να αντιμετωπίσουν το στρες που βιώνουν από την δεδομένη κατάσταση. Η αντιμετώπιση του στρες περιλαμβάνει τις προσπάθειες του ατόμου να ικανοποιήσει τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις έτσι ώστε να μην υπάρξουν αρνητικές συνέπειες. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές αντιμετώπισης του στρες, από τις οποίες κάποιες είναι πιο αποτελεσματικές από κάποιες άλλες, ανάλογα με τα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου και την κάθε κατάσταση. Οι στρατηγικές που θα εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση του άγχους και του στρες σχετικά με μία κατάσταση διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Συγκεκριμένα, πρόκειται για:

Ø Στρατηγικές που εστιάζουν στο πρόβλημα, όπου το άτομο επικεντρώνεται στο χειρισμό της στρεσογόνας κατάστασης με άμεσο τρόπο ή με την ανάληψη μιας ενέργειας ή δραστηριότητας ή με μια ρεαλιστική διεργασία της νοητικής λύσης του προβλήματος, έτσι ώστε να αλλάξει ο τρόπος που το άτομο βλέπει την κατάσταση.

Ø Στρατηγικές που εστιάζουν στα συναισθήματα, όπου το άτομο επικεντρώνεται στην αλλαγή των συναισθημάτων, των ιδεών, σκέψεων, πεποιθήσεων και αντιλήψεων που του οδηγούν στο στρες. Το άτομο μέσα από στρατηγικές ρύθμισης των συναισθημάτων προσπαθεί να διαχειριστεί το στρες. Μία από τις στρατηγικές που εστιάζουν στο συναίσθημα αφορούν τη χρήση κάποιου μηχανισμού άμυνας. Το άτομο προσπαθεί να διαχειριστεί το στρες δηλαδή μέσω της φυγής, της παλινδρόμησης, της άρνησης ή της εκλογίκευσης.


Ο τρόπος που το κάθε άτομο αντιμετωπίζει το άγχος και οι στρατηγικές που θα εφαρμόσει εξαρτώνται τόσο από τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά όσο και από το κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης που έχει το άτομο. Η κατάθλιψη και η περιορισμένη κοινωνική υποστήριξη αποτελούν βασικοί παράγοντες που οδηγούν το άτομο στο στρες και συνδέονται άμεσα με τη νοσηρότητα και την θνησιμότητα των ασθενών. Ο βαθμός της κατάθλιψης και το δίκτυο κοινωνικής στήριξης επηρεάζουν τις στρατηγικές αντιμετώπισης του άγχους που θα εφαρμόσει το άτομο.

Η αντιμετώπιση του άγχους και του στρες και η υποστήριξη των γονέων του παιδιού με ειδικές ανάγκες αλλά και της υπόλοιπης οικογένειας είναι σημαντική. Το κάθε μέλος της οικογένειας έχει αναπτύξει διαφορετικά νοήματα και επιδράσεις για την αναπηρία και τη συγκεκριμένη διαταραχή και αυτό εξαρτάται από τα σωματικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου. Η υγεία, το κοινωνικό και υποστηρικτικό δίκτυο, το σύστημα πεποιθήσεων, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και οι δεξιότητες για την επίλυση προβλημάτων συμβάλλουν σημαντικά στον τρόπο που το κάθε μέλος αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και αντιμετωπίζει την αναπηρία ενός μέλους μέσα στην οικογένεια.
Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Οι οικογένειες των παιδιών με Σύνδρομο Down

Τι είδους προβλήματα βιώνουν οι οικογένειες με παιδιά με Σύνδρομο Down;
 

Η οικογένεια αποτελεί ένα κοινωνικό σύστημα, μια μικρή ομάδα, στην οποία τα μέλη αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αλληλοϋποστηρίζονται, αγαπούν ο ένας τον άλλο, μοιράζονται πράγματα και προγραμματίζουν από κοινού ορισμένα πράγματα. Πιο συγκεκριμένα, η οικογένεια είναι ένα μικρό, αλληλένδετο κοινωνικό σύστημα, στα πλαίσια τους οποίου μπορούν να αναπτυχθούν πιο μικρά υποσυστήματα ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειας και τους ρόλους που αναπτύσσονται μέσα σε αυτήν. Οι αλληλεπιδράσεις και οι διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας είναι πολύπλοκες και σημαντικές για την εξέλιξη του ατόμου. Ωστόσο, η οικογένεια βρίσκεται σε αλληλεπίδραση και με την ευρύτερη κοινωνία, ενώ μέσω της οικογένειας συντελείται η μεταβίβαση πολιτιστικών στοιχείων και η συνέχιση της κοινωνίας.

Το παιδί με ειδικές ανάγκες έρχεται στον κόσμο ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση ούτε κάποιο χρόνο για προετοιμασία των γονιών ώστε να υποδεχθούν το παιδί. Όταν στην οικογένεια έρχεται ένα παιδί με ειδικές ανάγκες αναδύονται συναισθήματα, φόβοι, άγχος, σύγχυση και απόγνωση. Οι γονείς νιώθουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του παιδιού, ενώ έντονη είναι η ανάγκη τους για ενημέρωση και πληροφόρηση σχετικά με το συγκεκριμένο σύνδρομο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού. Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες λόγω των συχνών νοσηλειών στο νοσοκομείο μπορεί να περάσουν μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από την οικογένειά τους και να βιώσουν συνεχή χωρισμό από την αγκαλιά της οικογένειας, καθώς και τη ζεστασιά και την ασφάλεια του σπιτιού.

Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά κατά τις πρώτες ημέρες της ζωής του παιδιού είναι σημαντική για την καλή ανάπτυξη της σωματικής, διανοητικής και ψυχολογικής κατάστασης του παιδιού. Η πιθανή νοσηλεία του παιδιού στο νοσοκομείο αποτελεί ένα είδος απομόνωσης. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην απομόνωση του παιδιού, καθώς και στο σπίτι το παιδί μπορεί να περνά ώρες στο κρεβάτι ή στο πάρκο, ίσως επειδή ο γονιός δεν γνωρίζει με ποιους τρόπους να διαχειριστεί ή να αντιμετωπίσει την κατάσταση του παιδιού. Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η συναισθηματική κατάσταση των γονιών καθώς και η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλουν ώστε να αποδεχθούν το παιδί και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Όταν μέσα σε μία οικογένεια υπάρχει ένα άτομο με ειδικές ανάγκες αυτό επηρεάζει τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και διαμορφώνει τις οικογενειακές συνθήκες. Οι συνθήκες που επικρατούν στο οικογενειακό περιβάλλον συμβάλλουν στην εξασφάλιση μιας άνετης και ικανοποιητικής ζωής για το άτομο με ειδικές ανάγκες. Όταν ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειας αντιμετωπίζουν κάποιου είδους αναπηρία, όπως είναι το Σύνδρομο Down, τότε αυτό μπορεί να επηρεάσει όλα τα μέλη της οικογένειας.

Οι γονείς όταν μαθαίνουν ότι το παιδί τους έχει το σύνδρομο Down βιώνουν ένα σύνολο συναισθημάτων πένθους και απώλειας. Συγκεκριμένα, αισθάνονται θλίψη, λύπη και απογοήτευση. Πολλοί γονείς βιώνουν άγχος και δεν ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν. Είναι σημαντικό να υπάρχει η κατάλληλη ενημέρωση και υποστήριξη καθώς οι γονείς έχουν να αντιμετωπίσουν μία κατάσταση που απαιτεί πολύ χρόνο και ενέργεια, ενώ οι γονείς των νεογέννητων παιδιών με σύνδρομο Down συχνά απευθύνονται σε εξειδικευμένους παιδιάτρους και άλλο ειδικό προσωπικό, καθώς και σε ομάδες ή οργανώσεις υποστήριξης του συνδρόμου Down για να βρουν ένα στήριγμα και μια βοήθεια. Η αρχική αγωνία και το άγχος που κατακλύζει τους γονείς θα πρέπει να ακολουθηθεί από κατάλληλη και ορθή ενημέρωση ώστε οι γονείς να κατανοήσουν ότι το κάθε παιδί είναι ξεχωριστό και διαφορετικό και δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά που έχουν το σύνδρομο Down θα αναπτύξουν τις ίδιες ιατρικές διαταραχές.

Το σύνδρομο Down μπορεί να διαγνωστεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά σε κάποιες φορές αργότερα. Όταν η διάγνωση γίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι γονείς βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα της διακοπής της εγκυμοσύνης ή της συνέχισής της. Αυτό εξαρτάται από τις πεποιθήσεις, τις αξίες και τον τρόπο ζωής των γονέων. Οι γονείς καλούνται να πάρουν μία σημαντική απόφαση. Όταν η διάγνωση γίνει μετά τη γέννηση, οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με μία κατάσταση που οδηγεί στην κατάρρευση των ονείρων και των προσδοκιών των γονέων για το παιδί που έρχεται στη ζωή.

Όταν ανακοινωθεί στους γονείς η διάγνωση ότι το παιδί τους έχει σύνδρομο Down, οι γονείς βιώνουν ένα σύνολο συναισθημάτων. Αρχικά, η ανακοίνωση αυτή προκαλεί στους γονείς ένα σοκ και είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη και οδυνηρή κατάσταση, στην οποία δεν είναι εύκολο να προσαρμοστούν, να την συνειδητοποιήσουν, ενώ θα πρέπει και να την αποδεχτούν. Οι γονείς χαρακτηρίζουν αυτό το αρχικό συναίσθημα ως ‘σοκ’, ‘δράμα’, ‘βαρύ χτύπημα’ και ‘κατάρρευση’.

Ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν έντονα την οικογένεια είναι τι θα γίνει το παιδί τους, ως ενήλικας πλέον, όταν οι ίδιοι δεν θα μπορούν να το φροντίζουν. Παλιότερα, που οι ειδικοί είχαν χαμηλές προσδοκίες από αυτά τα άτομα σχετικά με την ανάπτυξη και την βελτίωση των παιδιών με σύνδρομο Down, συχνά και οι γονείς παροτρύνονταν να τοποθετήσουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα, καθώς επικρατούσε η πεποίθηση ότι αποτελούν ένα έντονο βάρος για την οικογένειά τους. Ωστόσο, κάποιοι γονείς δεν επιθυμούσαν να μπει το παιδί τους σε ίδρυμα οπότε το κρατούσαν στο σπίτι μαζί τους. Η επιβάρυνση της οικογένειας αποτελεί μία πραγματικότητα, που συνδέεται όμως και με τις ελλείψεις που παρουσιάζονται στην κοινωνική και οικογενειακή πολιτική των κρατών όσον αφορά τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

Σήμερα πλέον δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην αποϊδρυματοποίηση, η οποία υποστηρίζεται και από την κοινωνική πολιτική των χωρών. Οι περισσότεροι γονείς τείνουν να κρατούν τα παιδιά στο σπίτι, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό ότι όλοι οι γονείς αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν και οι γονείς που επιθυμούν να αφήσουν το παιδί τους σε κάποιο ίδρυμα μόλις γεννηθεί. Παλιότερα, όσο παιδιά με σύνδρομο Down έμεναν με τους γονείς τους και ως ενήλικες, όταν οι γονείς λόγω ηλικίας δεν μπορούσαν πλέον να τα φροντίσουν, απομακρυνόταν από το σπίτι, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί κάποια προετοιμασία για αυτό. Τα άτομα αυτά δεν έχουν αναπτύξει τις κατάλληλες δεξιότητες ώστε να μπορέσουν να μείνουν μόνα τους, ενώ δεν έχουν και τις ανάλογες εμπειρίες ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν μόνα τους στις δυσκολίες του περιβάλλοντος.

Για αυτό είναι σημαντικό οι γονείς κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας να προετοιμάζουν τα παιδιά με σύνδρομο Down, ώστε να μπορέσουν να κατακτήσουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία. Μέσα από την κατάλληλη εκπαίδευση τα άτομα με σύνδρομο Down θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν μόνα τους όσο το δυνατόν περισσότερες ανάγκες.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Το διαζύγιο των γονέων

Πως επηρεάζει το διαζύγιο των γονέων τα παιδιά;


Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των διαζυγίων έχει τριπλασιαστεί, κάτι που αποτελεί μια κοινωνική πραγματικότητα που δημιουργεί ερωτήματα και προβληματισμούς. Ο φυσικός χωρισμός του ζευγαριού αποτελεί μια τραυματική εμπειρία για το παιδί. Το διαζύγιο των γονέων επιδρά στο παιδί με διάφορους τρόπους, ενώ το πόσο θα επηρεαστεί και τα αντιδράσει το παιδί σημαντικός παράγοντας είναι η ηλικία του παιδιού. Κυρίαρχες είναι οι πνευματικές και συναισθηματικές αντιδράσεις που βιώνει το παιδί. Ωστόσο, το κάθε παιδί εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το ηλικιακό στάδιο το οποίο διανύει. Συνήθως, τα πιο μικρά παιδιά είναι περισσότερα ευάλωτα, κυρίως επειδή το γνωστικό τους επίπεδο και οι ελάχιστες εμπειρίες τους δεν τα επιτρέπουν να κατανοήσουν, να επεξεργαστούν και να αποδεχθούν το χωρισμό των γονιών τους.
Όταν ένα γάμος διαλύεται οι γονείς θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στα παιδιά τους και στον τρόπο που αυτά αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν την κατάσταση. Ωστόσο, το διαζύγιο είναι μια κατάσταση όπου οι γονείς έχουν να αντιμετωπίσουν ένα σύνολο υποχρεώσεων και ζητημάτων, πρέπει να διαχειριστούν τον πόνο που βιώνουν, να μειώσουν τις συγκρούσεις και να βρουν μια ισορροπία, να επαναδιαπραγματευτούν τη σχέση και τη ζωή τους και να μπορέσουν να συνεργαστούν με τον άλλο γονέα για τα παιδιά τους. Κατά την διάρκεια του διαζυγίου μια ιδιαίτερη δυσκολία για τους γονείς είναι ότι ενώ νιώθουν λυπημένοι, μπερδεμένοι, στενοχωρημένοι, αγχωμένοι και καταβεβλημένοι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους φόβους, τις αντιδράσεις, τις συγκρούσεις και τις ενοχές των παιδιών τους.

Οι γονείς θα πρέπει να είναι κοντά στο παιδί και να δώσουν στο παιδί τη σωστή και έγκυρη ενημέρωση. Οι γονείς θα πρέπει να φροντίσουν το παιδί έτσι ώστε αυτό να νιώσει σιγουριά και ασφάλεια και να σιγουρευτεί ότι δεν φταίει το ίδιο για το χωρισμό των γονέων του. Δεν θα πρέπει το παιδί να νιώθει τύψεις για το χωρισμό των γονιών του. Επίσης, το παιδί θα πρέπει να νιώθει ότι οι γονείς συνεχίζουν να του δείχνουν την ίδια αγάπη και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ακόμη και όταν πλέον οι γονείς δεν μένουν στο ίδιο σπίτι. Είναι σημαντικό να υπάρχει ένα καλό κλίμα συνεννόησης και επικοινωνίας ανάμεσα στους γονείς, έτσι ώστε να μην βάζουν στη μέση το παιδί, ούτε να χρησιμοποιούν φωνές και καβγάδες. Μετά το διαζύγιο οι γονείς θα πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για τις αλλαγές που θα συμβούν, καθώς μετά από κάθε διαζύγιο η ζωή και η δομή όλης της οικογένειας αλλάζει. Ο χωρισμός είναι κάτι δυσάρεστο, θα πρέπει όμως εκ μέρους των γονιών να αντιμετωπιστεί με τέτοιο τρόπο που το παιδί θα νιώσει αισιοδοξία για το μέλλον, δεν θα χάσει την αυτοπεποίθησή του και θα αποκτήσει δύναμη και ανοχή απέναντι στις αντιξοότητες και τις δυσκολίες.

Το διαζύγιο δημιουργεί ένα αίσθημα απώλειας στους περισσότερους ανθρώπους καθώς και στα παιδιά. Η διαφορά ανάμεσα στους ενήλικες και στα παιδιά είναι ότι τα παιδιά δεν μπορούν να διαχειριστούν τέτοιου είδους καταστάσεις και συναισθήματα όπως αυτά που προκαλούνται από το διαζύγιο από μόνα τους. Το διαζύγιο αποτελεί για τα παιδιά μία από τις πρώτες μεγάλες κρίσεις της ζωής τους, η οποία διαταράσσει την καθημερινότητά τους και μπορεί να διαταράξει τη σχέση ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς. Τα παιδιά θα πρέπει να προσαρμόσουν την καθημερινότητα και τη ζωή τους στα νέα δεδομένα, αν και τα περισσότερα παιδιά επιθυμούν να βλέπουν και τους δύο γονείς μαζί. Τα παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν την έννοια του διαζυγίου και τους λόγους που οι γονείς τους οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη απόφαση.

Σύμφωνα με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού στο Διαζύγιο «Κάθε παιδί του οποίου οι γονείς χωρίζουν έχει το δικαίωμα 1) να αγαπά και να αγαπιέται κι από τους δύο του γονείς, χωρίς να νιώθει ενοχές ή να αποδοκιμάζεται, 2) να προστατεύεται από το θυμό και την οργή που μπορεί να αισθάνονται οι γονείς του ο ένας για τον άλλο, 3) να μη βρίσκεται στη μέση κάθε φορά που οι γονείς του συγκρούονται και σε καμία περίπτωση να μην αναγκάζεται να πάρει το μέρος κάποιου, να μεταφέρει μηνύματα ή να ακούει παράπονα για τον έναν ή τον άλλο γονέα του, 4) να μην είναι υποχρεωμένο να επιλέξει έναν από τους δύο γονείς του σε βάρος του άλλου, 5) να μην επωμίζεται το βάρος συναισθηματικών προβλημάτων του ενός ή του άλλου γονέα, 6) να γνωρίζει καλά και από πριν τις σημαντικές αλλαγές που θα επηρεάσουν τη ζωή του, 7) να υποστηρίζεται οικονομικά κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και των φοιτητικών του χρόνων, 8) να έχει συναισθήματα, να εκφράζει τα συναισθήματά του αυτά και να είναι και οι δύο γονείς του διαθέσιμοι να ακούσουν πως νιώθει, 9) να έχει μια ζωή η οποία να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στη ζωή που θα είχε αν οι γονείς του είχαν μείνει μαζί, 10) να είναι παιδί». Πρόκειται για ελευθερίες που θα πρέπει να δοθούν στο παιδί από τους διαζευγμένους γονείς.

Τα οικονομικά προβλήματα μπορεί να απασχολούν τα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία καθώς έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά των χωρισμένων γονιών, όπως και των χήρων γονιών, θα πρέπει να φροντίζουν υλικά και μη υλικά τους γονείς τους.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Ο Ντροπαλός Έφηβος

Αρκετά παιδιά στην εφηβεία παρουσιάζουν συχνά μια συστολή ή ντροπαλότητα που είναι παροδική και δεν χρειάζεται να προκαλεί ανησυχία στους γονείς. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; 

Όταν όμως η ντροπαλότητα έχει εγκατασταθεί σε διάφορους τομείς, όπως τις σχέσεις, το ψυχολογικό, διανοητικό και κοινωνικό επίπεδο, και επηρεάζει το σύνολο της ζωής του παιδιού είναι λογικό να προκαλεί ανησυχία στους γονείς.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο εσωστρεφής έφηβος παρουσιάζει ντροπαλότητα από την παιδική ηλικία και εμφανίζει δυσκολίες στις σχέσεις με τους άλλους. Ο εσωστρεφής έφηβος νιώθει πολύ άβολα στις κοινωνικές του επαφές και δυσκολεύεται να εκφράσει και να μοιραστεί τα συναισθήματά του.

Η εσωστρέφεια και η μη έκφραση των συναισθημάτων μπορεί να οδηγήσει τον έφηβο σε θυμό ή σε απαγορευμένες συμπεριφορές.

Ο έφηβος θα ήθελε να εκφράσει κάποια πράγματα αλλά δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις, για αυτό υιοθετεί άλλες συμπεριφορές εκτόνωσης.

Ο ντροπαλός έφηβος συνήθως νιώθει άβολα έξω από το σπίτι του. Πιστεύει ότι κανένας δεν τον θέλει στη συντροφιά του και θεωρεί ότι είναι αδέξιος και βαρετός. Δεν αντέχει να τον κοιτάζουν έτσι, νιώθει ότι δεν είναι ικανός για τίποτα, ότι τον κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη του, ότι δεν μπορεί να κάνει ερωτικές σχέσεις ενώ όλοι οι άλλοι έχουν.

Τα ντροπαλά παιδιά αισθάνονται ότι οι άλλοι είναι πάντα ισχυρότεροι, ικανότεροι και απειλητικοί.

Βασικές ενδεικτικές συμπεριφορές:
· Μαζεύεται και σπάνια λέει τη γνώμη του μέσα σε μία ομάδα, εκτός και αν του ζητηθεί επίμονα.
· Συνήθως μιλά χαμηλόφωνα.
· Αποφεύγει συστηματικά χώρους με πολλά άτομα.
· Κάθε φορά που κάτι πηγαίνει στραβά, ρίχνει το φταίξιμο στον εαυτό του.
· Προτιμά τη μοναξιά και τις σχολικές εργασίες που δεν απαιτούν συνεργασία.
· Θίγεται εύκολα και κατεβάζει αμέσως το βλέμμα του.
· Θυμώνει σπάνια, αλλά τότε έχει έντονα ξεσπάσματα.
· Θέλει, αλλά διστάζει να συμμετέχει σε ομαδικά ή ατομικά αθλήματα, σε χορούς και εκδηλώσεις.
· Προτιμά να περνά πολλές ώρες με ατομικές ασχολίες, όπως υπολογιστή ή ηλεκτρονικά παιχνίδια.
· Συχνά παρουσιάζει σχολική αποτυχία ενώ έχει υψηλές νοητικές ικανότητες. Στα διαγωνίσματα έχει το φόβο της λευκής κόλλας ή φοβάται ότι δεν θα θυμάται τίποτα.

Η ντροπαλότητα σε υπερβολικό βαθμό που δεν θα την ξεπεράσει το παιδί μετά το τέλος της εφηβείας μπορεί να εξελιχθεί ή να κρύβει μια κοινωνική φοβία.
Συνήθως, η ντροπαλότητα αρχίζει να υποχωρεί σταδιακά μετά την είσοδο του ατόμου στην επαγγελματική δραστηριότητα.

Όσον αφορά την ντροπαλότητα του παιδιού μας θα πρέπει να διερευνήσουμε ποια είναι τα αίτια. Η ντροπαλότητα μπορεί να κρύβει χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, ανασφάλεια και φοβίες. Θα πρέπει να διερευνήσουμε αλλαγές που έχουν συμβεί στην οικογένεια, όπως διαζύγιο, θάνατος, μετακόμιση, και ποια είναι η επίδραση αυτών στο παιδί.

Ο γονιός θα πρέπει να προσαρμόσεις τις απαιτήσεις στα μέτρα του παιδιού και να μην απαιτεί έντονες αλλαγές.

Σε περίπτωση που οι γονείς είναι ντροπαλοί τότε οι ίδιοι αποτελούν πρότυπο για το παιδί. Σε αυτή την περίπτωση είναι δύσκολο να αλλάξει η κατάσταση. Ωστόσο, οι γονείς μπορούν να ακολουθήσουν ορισμένες συμπεριφορές μέσα από τις οποίες το παιδί θα καταλάβει ότι οι κοινωνικές σχέσεις δεν πρέπει να προκαλούν άγχος ( για παράδειγμα συναντήσεις με φίλους, εξόδους με το παιδί, κοινωνικές συναναστροφές).

Ο γονιός θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνει το παιδί να μιλάει για την καθημερινότητα και τις εμπειρίες του, αλλά κυρίως για τα συναισθήματά του. Αυτό μπορεί να γίνει κάνοντας ο γονιός την αρχή και λέγοντας δικά του πράγματα.

Το παιδί θα πρέπει να μάθει να μην βλέπει κάθε αρνητικό σχόλιο ως απόρριψη.
Βελτίωση της αυτοπεποίθησης του παιδιού.
Συμμετοχή του παιδιού σε δραστηριότητες και προγράμματα όπου θα νιώθει αποδεκτό και χρήσιμο.
Συμμετοχή σε αθλητικές και ομαδικές δραστηριότητες που του αρέσουν και στις οποίες θα έχει καλή επίδοση.
Παροτρύνουμε το παιδί να καλεί φίλους στο σπίτι.

Πότε είναι ανησυχητική η ντροπαλότητα:
Όταν ο έφηβος ακυρώνει συναντήσεις την τελευταία στιγμή, δείχνει τρομερά αγχωμένος και αναστατωμένος όταν αναγκαστικά βρίσκεται με άλλους, όταν αποφεύγει δραστηριότητες που τον ευχαριστούν επειδή θα είναι και άλλοι άνθρωποι, όταν δείχνει παθητικότητα, απαισιοδοξία και χαμηλή αυτοεκτίμηση, όταν δεν έχει φίλους, όταν περνά όλες τις ελεύθερες ώρες του στον υπολογιστή, όταν παρουσιάζει μεγάλη κάμψη στις σχολικές επιδόσεις, όταν παρουσιάζει περιθωριακές συμπεριφορές για να νιώθει αποδεκτός και όταν παρουσιάζει υπερβολική εσωστρέφεια ακόμη και με άτομα που το παιδί γνωρίζει αρκετά καλά.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Επαγγελματική Εξουθένωση (Burnout)

Τι είναι και ποια είναι τα συμπτώματα;

Ο όρος burnout, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Freudenberger, το 1974 και στα ελληνικά αποδίδεται ως επαγγελματική εξουθένωση. Ο Freudenberger με αυτό τον όρο περιέγραψε ένα σύνολο συμπτωμάτων που είχε παρατηρήσει σε εθελοντές και επαγγελματίες που παρείχαν υπηρεσίες στο χώρο της ψυχικής υγείας. Πιο συγκεκριμένα αναφερόταν σε μια κατάσταση κούρασης ή απογοήτευσης που προκαλείται από την αφοσίωση σε ένα αιτιολογικό τρόπο ζωής, ή μια σχέση που απέτυχε να δημιουργήσει την αναμενόμενη ανταμοιβή. Εστιαζόταν στα αισθήματα αποτυχίας και φθοράς του ατόμου, στην εξάντληση της σωματικής και ψυχικής ενέργειας, στο εκτεταμένο και συνεχές άγχος, καθώς και στην άκαμπτη επιδίωξη της επιτυχίας. Ο εν λόγω όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε αναφερόμενος στην ιδιάζουσα επαγγελματική κόπωση και το άγχος το οποίο παρατηρήθηκε ότι εμφανίζεται στα επαγγέλματα υγείας και πρόνοιας, στα εκπαιδευτικά επαγγέλματα και γενικότερα σε επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται από επαφές με άλλους ανθρώπους.
Η επαγγελματική εξουθένωση είναι μια ψυχολογική διαδικασία συναφής με το επαγγελματικό άγχος, αλλά όχι ταυτόσημη με αυτό. Αν και οι ορισμοί εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία, πολλοί συμφωνούν με τον ορισμό που ορίζει την επαγγελματική εξουθένωση ως ένα τρισδιάστατο σύνδρομο που εμφανίζεται σε άτομα που δουλεύουν σε κάποια συγκεκριμένα είδη επαγγελμάτων. Το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης αποτελείται από τρεις διαστάσεις: συναισθηματική εξάντληση, αποπροσωποποίηση και μειωμένο αίσθημα προσωπικής επίτευξης.

Η συναισθηματική εξάντληση αναφέρεται στη μείωση των συναισθημάτων του ατόμου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να προσφέρει συναισθηματικά στους αποδέκτες των υπηρεσιών του. Το άτομο βλέπει με δέος την επόμενη μέρα που θα πρέπει να ξαναπάει στη δουλειά του. Η αποπροσωποποίηση αναφέρεται στην αρνητική και πολλές φορές κυνική αντιμετώπιση των αποδεκτών των υπηρεσιών του, που πολλές φορές αντιμετωπίζονται σαν αντικείμενα. Η μειωμένη προσωπική επίτευξη αναφέρεται στην τάση του ατόμου, που πάσχει από το σύνδρομο, να κάνει αρνητική αξιολόγηση του εαυτού, ιδίως όσον αφορά τη δουλειά του με τους αποδέκτες των υπηρεσιών του και σε ένα γενικότερο αίσθημα δυστυχίας και δυσαρέσκειας όσον αφορά τα αποτελέσματα της εργασίας του. Προηγείται η συναισθηματική εξάντληση λόγω της φύσης της εργασίας και ως μορφή αντιμετώπισης αυτής της εξάντλησης ακολουθεί η αποπροσωποποίηση, η κυνική αντιμετώπιση των ατόμων που δέχονται τις υπηρεσίες. Η συνειδητοποίηση του κυνισμού που αναπτύσσεται οδηγεί στο αίσθημα της αποτυχίας, εφόσον το άτομο συγκρίνει τις αρχικές του βλέψεις και φιλοδοξίες, όσον αφορά την άσκηση του επαγγέλματός του, με την τωρινή κατάσταση που αντιμετωπίζει σε σχέση με την εργασία.

Μετά την αρχική εμφάνιση της έννοιας του burnout άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερες έρευνες έχοντας αυτό ως κεντρικό θέμα και το αντιλαμβάνονται πια ως ένα πρόβλημα. Η Maslach ήταν αυτή που έφερε το θέμα σε συστηματική παρατήρηση. Η προαναφερόμενη κοινωνιολόγος περιέγραψε ένα σύνδρομο σωματικής και ψυχικής εξάντλησης, σύμφωνα με το οποίο ο εργαζόμενος χάνει το ενδιαφέρον του για την εργασία του αλλά και τα θετικά συναισθήματα που είχε για τους πελάτες του ή τους αρρώστους και αναπτύσσει μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό του.

Γενικά, ο όρος burnout μπορεί να οριστεί ως μια λειτουργία του στρες που προκαλείται από τα άτομα, από παράγοντες που σχετίζονται με την εργασία και από κοινωνικούς παράγοντες. Από τις πιο συνηθισμένες οργανωτικές μεταβλητές που έχουν μελετηθεί σχετικά με την επαγγελματική εξουθένωση σε ανθρωπιστικά επαγγέλματα είναι η επαγγελματική ικανοποίηση, η σύγκρουση των ρόλων και η αμφισημία των ρόλων. Η σύγκρουση των ρόλων αφορά την εμπειρία ενός ατόμου που βιώνει την σύγκρουση των απαιτήσεων της εργασίας του ή που είναι αναγκασμένο να κάνει πράγματα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν θέλει να κάνει ή πιστεύει ότι δεν αποτελούν μέρος της δουλειάς του. Η αμφισημία των ρόλων εμφανίζεται όταν το άτομο δεν έχει μια σαφή και καθαρή εικόνα σχετικά με τους αντικειμενικούς στόχους, τις προσδοκίες των προϊσταμένων του ή των συνεργατών του και τους σκοπούς και τις ευθύνες της δουλειάς του. Η σύγκρουση και η αμφισημία των ρόλων συνεισφέρουν σημαντικά στην εμφάνιση του συνδρόμου της επαγγελματικής εξουθένωσης, κυρίως στα επαγγέλματα που έχουν σαν στόχο τη βοήθεια άλλων ανθρώπων.
Η εξουθένωση αφορά μια προοδευτική διεργασία κατά την οποία το άτομο αποϊδανικοποιεί την πραγματικότητα, καθώς αυτήν δεν ανταποκρίνεται στους υψηλούς στόχους ή στα ιδανικά του επαγγελματία. Η επαγγελματική εξουθένωση αναπτύσσεται σε τέσσερα στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι αυτό του ενθουσιασμού κατά το οποίο ο πρωτοδιοριζόμενος επαγγελματίας μπαίνει στο χώρο της υγείας με υψηλούς στόχους και υπερ-πραγματικές προσδοκίες από τον εαυτό του, από τους αρρώστους που πρόκειται να φροντίσει, από τους συναδέλφους τους και από τις συνθήκες που θα υπάρχουν στο χώρο εργασίας. Αφιερώνει πολλές ώρες και ενέργεια στη δουλειά του και υπερεπενδύει στις σχέσεις του με τους ασθενείς. Η δουλειά του γίνεται ολόκληρος ο δικός του κόσμος και η ζωή του, έτσι προσπαθεί να αντλήσει από αυτόν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση και ηθική ανταμοιβή.

Στο στάδιο της αμφιβολίας και αδράνειας, ο επαγγελματίας αρχίζει να καταλαβαίνει ότι ενώ προσφέρει τα πάντα στην εργασία του, αυτή δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, ούτε στις προσδοκίες που είχε. Αναρωτιέται μήπως η αιτία για αυτή την απογοήτευση πηγάζει από τον ίδιο του τον εαυτό και προσπαθεί να καλύψει την απογοήτευσή του με ακόμη σκληρότερη δουλειά, μεγαλύτερη επένδυση στις σχέσεις του με τους αρρώστους και αύξηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του συμμετέχοντας σε σεμινάρια και προγράμματα κατάρτισης. Με το πέρασμα του χρόνου αρχίζει να θεωρεί ότι οι αιτίες για την απογοήτευση του και την έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία του πηγάζει από το εργασιακό του περιβάλλον, το οποίο και από-ιδανικοποιεί. Εμφανίζεται ενοχλημένος για θέματα που στο παρελθόν ήταν ήσσονος σημασίας για αυτόν, για την μη αναγνώριση της δουλειά του. Εκφράζει παράπονα για το χαμηλό μισθό, το εξουθενωτικό ωράριο, την έλλειψη υποστήριξης από τους συναδέλφους του. Ωστόσο, αποφεύγει τη διαδικασία της αναθεώρησης των υψηλών ή παράλογων προσδοκιών του.

Το τρίτο στάδιο είναι αυτό της απογοήτευσης και ματαίωσης, κατά το οποίο ο επαγγελματίας αναρωτιέται αν αξίζει να βρίσκεται σε μια εργασία που του προκαλεί υπερβολικό άγχος και δεν του δίνει καμιά ικανοποίηση. Είναι έντονα αποθαρρυμένος από την εργασία του και συχνά βιώνει κατάθλιψη, καθώς πιστεύει ότι οι προσπάθειες του είναι μάταιες. Δεν βλέπει καμιά διέξοδο στην πραγματικότητα που βιώνει και νιώθει παγιδευμένος μέσα σε αυτή. Πρόκειται για ένα μεταβατικό στάδιο και καθοριστικό για την εξέλιξη της εξουθένωσης που νιώθει. Ο επαγγελματίας είτε θα αναθεωρήσει τους μη ρεαλιστικούς στόχους και τις προσδοκίες που αρχικά είχε και να προχωρήσει σε τροποποίηση της συμπεριφοράς του είτε να απομακρυνθεί από όλα αυτά που του προκαλούν έντονο άγχος στο χώρο εργασίας. Το τελευταίο στάδιο είναι το στάδιο της απάθειας κατά το οποίο ο επαγγελματίας της υγείας επενδύει ελάχιστη ενέργεια στην εργασία του, δεν ενδιαφέρεται για τις ανάγκες των ασθενών του, καθώς νιώθει ότι δεν είναι επαρκής να ανταποκριθεί σε αυτές, αποφεύγει κάθε υπευθυνότητα, αλλά και τις αλλαγές ή καινοτομίες στο χώρο της εργασίας. Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να κρατά τη θέση εργασίας που έχει μόνο για λόγους επιβίωσης. Τα συμπτώματα γίνονται συνήθως αντιληπτά κατά τα δύο τελευταία στάδια και εκδηλώνονται σε οργανικό, ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Διπολική Διαταραχή (Μανιοκατάθλιψη)

Τι είναι και ποια είναι τα συμπτώματά της;


Οι εναλλαγές στη διάθεση του ανθρώπου είναι φυσιολογικές αντιδράσεις στην καθημερινή ζωή, αρκεί να οφείλονται στα γεγονότα που βιώνει το άτομο και να μην εμποδίζουν τη λειτουργικότητά του, διαφορετικά πρόκειται για κάποιου είδους διαταραχή της διάθεσης ή συναισθηματική διαταραχή.
Η μανιοκατάθλιψη, γνωστή και ως διπολική διαταραχή (bipolar disorder), είναι μια νευροβιολογική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από ήπιες ως σοβαρές μεταβολές της διάθεσης, της γνωστικής λειτουργίας και της συμπεριφοράς.

Πρόκειται για ένα είδος διαταραχής που εμφανίζεται πολύ παλιά στην ιστορία. Ένα παράδειγμα ατόμου που θεωρείται ότι είχε μανιοκατάθλιψη ήταν η Emily Dickinson (1830-1886), στα ποιήματα της οποίας φαίνεται πως απεικονίζεται ο πόνος της κατάθλιψης και ο αποπροσανατολισμός της μανίας.
Οι επιπτώσεις που έχει η συγκεκριμένη διαταραχή στο άτομο είναι εμφανείς, έντονες και αφορούν όλη τη ζωή του ατόμου, καθώς η μανιοκατάθλιψη έχει αντίκτυπο σε κοινωνικές, βιολογικές και οικονομικές πτυχές στη ζωή του ατόμου. Αν και πρόκειται για μια διαταραχή, της οποίας η σοβαρότητα των συμπτωμάτων και η εξέλιξη της νόσου, ποικίλει, οι επιδράσεις που έχει είναι πάντοτε σημαντικές και εκτός από το ίδιο το άτομο επεκτείνονται και στην οικογένεια και τους φίλους.

Για την αντιμετώπιση της μανιοκατάθλιψης απαραίτητη είναι η φαρμακευτική αγωγή, ενώ αποτελεσματικές φαίνεται πως είναι και οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, για μία από τις οποίες θα γίνει διεξοδικότερη αναφορά σε αυτή την εργασία και είναι η εικαστική θεραπεία.
Η διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη) είναι μια νόσος στην οποία παρουσιάζονται κυκλικές εναλλαγές της διάθεσης. Το άτομο περνάει περιόδους στις οποίες έχει καταθλιπτική διάθεση και περιόδους στις οποίες εκδηλώνει επεισόδια μανίας. Οι εναλλαγές στη διάθεση του ατόμου, με τις καταστάσεις της έντονης ή μειωμένης διάθεσης και των περιόδων ισορροπίας ακολουθούν ένα μη ακανόνιστο πρότυπο.

Μανία είναι ο ένας πόλος της διαταραχής και παρουσιάζει μια ποικιλία συμπτωμάτων. Το άτομο σε αυτή την κατάσταση εμφανίζει υπερδραστηριότητα.

Κύρια συμπτώματα της μανίας είναι η διογκωμένη αυτοεκτίμηση και το αίσθημα μεγαλομανίας, η μειωμένη ανάγκη για ύπνο, η μεγαλύτερη ομιλητικότητα, η αίσθηση του ατόμου ότι οι σκέψεις του καλπάζουν, η περίσπαση της προσοχής, η ψυχοκινητική διέγερση και η υπέρμετρη εμπλοκή σε δραστηριότητες με μεγάλη πιθανότητα καταστροφικότητας.

Το άτομο, που βρίσκεται στη φάση της μανίας νιώθει ότι είναι παντοδύναμο, με αποτέλεσμα να παίρνει υψηλά ρίσκα, ενώ εμφανίζει και μια έντονη επιρρέπεια προς επικίνδυνες δραστηριότητες, καθώς και έντονη ευφορία. Επίσης, νιώθει περισσότερο δημιουργικό, ελκυστικό, παραγωγικό, σημαντικό και ενεργητικό.

Στον άλλο πόλο της διαταραχής, βρίσκεται η φάση της κατάθλιψης ή η φάση της υπομανίας, όπου το άτομο εκδηλώνει έντονα καταθλιπτικά συμπτώματα. Τα βασικά συμπτώματα της κατάθλιψης είναι η καταθλιπτική διάθεση, με κύρια χαρακτηριστικά το αίσθημα κενού ή θλίψης, την έντονη μείωση του ενδιαφέροντος ή της ευχαρίστησης σχετικά με δραστηριότητες που έκανε, την απώλεια ή την αύξηση του βάρους και αντίστοιχα, την απώλεια ή την αύξηση της όρεξης, τις διαταραχές στον ύπνο (αϋπνία ή υπερυπνία), την ψυχοκινητική διέγερση ή επιβράδυνση, το αίσθημα κόπωσης, τα αισθήματα αναξιότητας ή έντονης ενοχής, την αδυναμία συγκέντρωσης, τη μειωμένη ικανότητα σκέψης και τις επανερχόμενες σκέψεις θανάτου ή αυτοκτονικού ιδεασμού.

Το άτομο, δηλαδή, κατά τη φάση της κατάθλιψης, έχει αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του, για την κοινωνία και το κοινωνικό περιβάλλον και για το μέλλον. Διακατέχεται από ένα αίσθημα κατωτερότητας, ενώ έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, νιώθει ένα αίσθημα λύπης και μελαγχολίας, που τα εκφράζει συνήθως με κλάματα, απομόνωση και διαταραχές στον ύπνο, καθώς και ένα αίσθημα εκνευρισμού, αλλά και αυτοτιμωρίας. Τα συμπτώματα διαφοροποιούνται από άτομο σε άτομο και κανένας δεν εμφανίζει όλα τα προαναφερθέντα συμπτώματα, παρά μόνο κάποια από αυτά.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Η αντίληψη του θανάτου από τα παιδιά

Πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά το θάνατο και πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε να εξοικειωθούν με το θάνατο;


Το παιδί αντιλαμβάνεται το θάνατο με τελείως διαφορετικό τρόπο από ότι οι ενήλικες. Οι ενήλικες βιώνουν το θάνατο με ανάμικτα συναισθήματα, που περιλαμβάνουν και το αίσθημα της απώλειας και της αποστέρησης, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν λύπη και για τον εαυτό τους. Για τα παιδιά ο θάνατος είναι κάτι πιο μακρινό. Οι ερωτήσεις των παιδιών σχετικά με το θάνατο προέρχονται κυρίως από τη φυσιολογική τους περιέργεια για τα γεγονότα της ζωής και του θανάτου.
Βασικό συναίσθημα των παιδιών είναι η αγωνία και σπάνια νιώθουν φόβο που θα συνδέεται με το φόβο για το δικό τους θάνατο. Ο κύριος φόβος που εμφανίζεται στα παιδιά είναι ο φόβος μήπως χάσουν έναν από τους γονείς τους και μείνουν μόνα τους. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να μάθουν την πραγματικότητα, για αυτό οι ενήλικες θα πρέπει να είναι ειλικρινείς μαζί τους, αρκεί να προσεγγίζουν το θέμα με τρόπο που μπορεί να γίνει κατανοητός από τα παιδιά. Ότι αναφέρει ο γονιός στο παιδί σχετικά με το θάνατο θα πρέπει να συμβαδίζει με αυτά που ο ίδιος αισθάνεται και συμπεριφέρεται. Οι γονείς θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι τα παιδιά θα πρέπει να εκτίθενται σταδιακά στα αρνητικά συναισθήματα έτσι ώστε να μπορούν να τα επεξεργαστούν, να τα εκφράσουν και να τα αποδεχτούν.

Η οικογένεια θα πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να απαντήσει στις ερωτήσεις που έχει το παιδί και να λύσει τις απορίες που του έχει προκαλέσει η εμπειρία της απώλειας. Είναι σημαντικό για τα παιδιά και για να κατανοήσουν την έννοια του θανάτου και της απώλειας να πάρουν ειλικρινείς και πραγματικές απαντήσεις από τους ενήλικες. Στις εξηγήσεις που θα δοθούν για το θάνατο, οι ενήλικες θα πρέπει να αναφερθούν στη διακοπή των σωματικών λειτουργιών, η οποία αποτελεί και την αιτία του θανάτου, στην οριστική απομάκρυνση από τη ζωή, που χαρακτηρίζει το θάνατο, στην καθολικότητα του θανάτου, έτσι ώστε το παιδί να συνειδητοποιήσει ότι όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή πεθαίνουν.

Τα παιδιά θα πρέπει να έχουν βοήθεια και στήριξη στην προσπάθειά τους να αντιληφθούν και να κατανοήσουν την έννοια της απώλειας και του θανάτου. Είναι σημαντικό να υπάρχουν κοντά τους άτομα και κυρίως ο γονιός ή οι γονείς τους καθώς χρειάζονται προστασία από έντονα συναισθήματα που είναι πάνω από τις δυνατότητές τους να τα διαχειριστούν. Για αρχή θα μπορούσε να δοθεί στο παιδί ένας ορισμός του θανάτου, όπως «Θάνατος σημαίνει να μην είναι πια κάποιος ζωντανός. Είναι σαν τα λουλούδια που μαράθηκαν. Η ζωή τους τελείωσε.».

Είναι σημαντικό για το παιδί να νιώσει ότι ο ενήλικας μπορεί να μιλήσει μαζί του για το θάνατο ανοιχτά, χωρίς φόβο και αμηχανία. Ο ενήλικας μπορεί να εστιάσει στο σταμάτημα της λειτουργίας του σώματος κυρίως όταν το παιδί αναρωτιέται πως μοιάζει ή πως αισθάνεται ο πεθαμένος ή κάνει ερωτήσεις όπως τι τρώει ή πως αναπνέει. Ο ενήλικας θα μπορούσε να απαντήσει: «Το σώμα όταν πεθάνει δεν εργάζεται πια. Δεν κινείται, δεν ακούει, δεν αναπνέει, ούτε κοιμάται. Απλώς έχουν όλα σταματήσει. Δεν πονά καθόλου. Ούτε αισθάνεται». Αν το παιδί καταλάβει ότι οι ερωτήσεις του δεν ενοχλούν τον ενήλικα μπορεί να συνεχίσει, ενώ αυτό είναι σημαντικό για να καταλάβει ότι δεν είναι κακό να σκέφτεται και να μιλά για αυτό το θέμα.

Η εκπαίδευση σχετικά με το θάνατο και τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζεται από τα παιδιά και από τους ενήλικες συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στον τρόπο που βιώνεται από τα ίδια τα άτομα (Wass, 2004). Το παιδί περνάει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του στο σχολείο. Επομένως, το σχολείο είναι ένας χώρος που επίσης θα πρέπει να είναι υποστηρικτικός απέναντι στο παιδί που πενθεί και να το βοηθήσει να αντιμετωπίσει το πένθος και να ξεπεράσει την απώλεια.

Το σχολείο θα πρέπει να είναι ενήμερο για τα παιδιά που βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, να ενδιαφέρεται για τις αντιδράσεις και τα συμπτώματα που εκδηλώνει το παιδί σε σχέση με το πένθος και κυρίως για τις συμπεριφορές εκείνες που φαίνονται και μέσα στο σχολικό περιβάλλον, καθώς τα παιδιά που πενθούν έχουν προβλήματα προσοχής μέσα στην τάξη, είναι ανήσυχα και συχνά απουσιάζουν από το σχολείο. Στα πλαίσια της σχολικής τάξης, ο δάσκαλος δίνοντας λίγο μεγαλύτερη προσοχή στο παιδί που πενθεί, μπορεί να το βοηθήσει απασχολώντας το με δραστηριότητες έτσι ώστε να αποσπάται η προσοχή του από το γεγονός της απώλειας. Βοηθητικό ρόλο στο σχολείο παίζει και η σταθερότητα και ασφάλεια που παρέχει η ρουτίνα της σχολικής ζωής.

Η υποστήριξη του παιδιού που πενθεί στα πλαίσια του σχολείου θα πρέπει να γίνει όχι μόνο μέσα στην τάξη αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Οι δάσκαλοι και οι σχολικοί σύμβουλοι μπορούν να δώσουν στο παιδί που πενθεί τη δυνατότητα να τους μιλήσει σχετικά με το πένθος που βιώνει, όταν αυτό είναι έτοιμο για κάτι τέτοιο, τη σταθερότητα μιας σχέσης και την αίσθηση ότι το καταλαβαίνουν και το υποστηρίζουν, την αίσθηση ότι είναι φυσιολογικό και πρακτικά υποστήριξη στις μαθησιακές δυσκολίες που ενδεχομένως εμφανίσει.

Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα παιδιά το θάνατο, τα βοηθάει να είναι πιο ψύχραιμα απέναντι σε επώδυνες καταστάσεις. Η επίσκεψη στο νεκροταφείο δεν έχει για τα παιδιά την ίδια συναισθηματική φόρτιση που έχει για τους ενήλικες. Οι ενήλικες μπορούν να συνοδεύσουν τα παιδιά σε ένα νεκροταφείο, έτσι ώστε να εξοικειωθούν με το χώρο. Μια περιήγηση στους τάφους και στις χρονολογίες που αναφέρουν επάνω, μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να κατανοήσουν την τελεσίδικη φύση του θανάτου. Μια επίσκεψη του παιδιού στο νεκροταφείο του επιτρέπει να κινηθεί στο χώρο, έτσι ώστε να τον γνωρίσει, να σταματήσει να τον φοβίζει, ως κάτι ξένο και απόμακρο και να αναπτύξει το δικό του τρόπο αντιμετώπισης του νεκροταφείου, ενώ ταυτόχρονα το βοηθά να διαμορφώσει τις κατάλληλες αναπαραστάσεις σχετικά με το θάνατο και την απώλεια.

Ακόμη πηγαίνοντας τα παιδιά σε ένα χώρο που είναι άμεσα συνδεδεμένος με το θάνατο και την απώλεια εξοικειώνονται με τις έννοιες αυτές και τους δίνονται και ερεθίσματα ώστε να εκφράσουν απορίες και ερωτήματα που έχουν σχετικά με αυτά τα θέματα και να μιλήσουν για τα συναισθήματα που τους προκαλεί ο θάνατος και πιθανόν η απώλεια ενός συγκεκριμένου προσώπου.
Οι ειλικρινείς συζητήσεις με το παιδί για το θέμα του θανάτου το προετοιμάζουν να βιώσει μια απώλεια και να κατανοήσει ότι σε όλη του τη ζωή, εκτός από χαρούμενες στιγμές, θα υπάρχουν και οι στιγμές που θα πρέπει να έρχεται αντιμέτωπο με τη λύπη και με τις απώλειες. Για να αποδεχτεί το παιδί πιο εύκολα την ιδέα του θανάτου θα πρέπει να εξοικειωθεί με τα συναισθήματα του θρήνου και της λύπης, να έχει την ευκαιρία να θέσει τα ερωτήματα που το απασχολούν και να αποκτήσει τις δικές του εμπειρίες, μέσα από τη βίωση καταστάσεων αποχωρισμού.

Έχοντας μια ειλικρινή σχέση με το παιδί και στηρίζοντάς το κατάλληλα, το παιδί μπορεί να νιώσει ασφαλές και ικανό να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα που του προκαλεί η απώλεια. Το παιδί δεν θα πρέπει να το αποκλείουν οι ενήλικες από τις συζητήσεις που κάνουν σχετικά με το νεκρό άτομο και τα συναισθήματα που τους προκαλεί το πένθος για αυτό, από την κηδεία καθώς και από τις τελετές πένθους. Είναι περισσότερο βοηθητικό για το παιδί να γνωρίζει τα συναισθήματα των ενηλίκων, τη λύπη ή την απελπισία που νιώθουν οι γονείς του καθώς και τους τρόπους που αντιμετωπίζουν το πένθος τους. Η απόκρυψη ή υπεκφυγή συναισθημάτων και συζητήσεων δημιουργεί σύγχυση στο παιδί και του δίνει την εντύπωση ότι δεν επιτρέπεται η εκδήλωση ορισμένων συναισθημάτων, ούτε η συζήτηση σχετικά με κάποια θέματα.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος